τιμοῦχος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τιμοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[τιμάοχος]]). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]], Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, [[αὐτόθι]] 2162. | |lstext='''τιμοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[τιμάοχος]]). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]], Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, [[αὐτόθι]] 2162. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).<br />'''Étymologie:''' [[τιμή]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
(properisp.), ον, (ἔχω)
A having honour, h.Ven.31, h.Cer.268 (in form τιμάοχος). II the name of a magistrate in certain Greek cities, as Massilia, Str.4.1.5; Naucratis, Herm.Hist.2; Teos, SIG578.60 (ii B.C.); Lebedos, prob. in BCH52.165; Messene, Ael.Fr.39; applied to a woman, IG12(8).526 (Thasos): prob. title of officials of the Λλήνιον at Memphis, Wilcken Chr.30 i 16 (iii/ii B.C.):—Aeol. τιμῶχος Schwyzer631 A 2 (Methymna (found at Miletus), ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1116] Ehre, Ansehen habend, geehrt, – Bei den Mässtliern und an andern Orten die Stadtobrigkeit, Strab. IV, Ath. IV, 150 a.
Greek (Liddell-Scott)
τιμοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τιμήν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 31, εἰς Δήμ. 269 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ τιμάοχος). ΙΙ. ἐπώνυμον ἄρχοντος ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, Στράβ. 179, Ἀθήν. 149F, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059 ἐν τέλ., 3060· ἐπὶ γυναικός, αὐτόθι 2162.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« timouque », magistrat supérieur dans certaines Cités (Marseille, Thasos).
Étymologie: τιμή, ἔχω.