συμπεριπατέω: Difference between revisions
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπεριπᾰτέω''': περιπατῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 1· ἀπολ., τοὺς συμπεριπατοῦντας, τοὺς μετ’ αὐτῶν περιπατοῦντας, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6. | |lstext='''συμπεριπᾰτέω''': περιπατῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 1· ἀπολ., τοὺς συμπεριπατοῦντας, τοὺς μετ’ αὐτῶν περιπατοῦντας, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se promener autour de <i>ou</i> circuler avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιπατέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A walk round or about with, τινι Pl.Prt.314e, Men.117: abs., τοὺς συμπεριπατοῦντας their companions in walking round, Arist. Rh.1409b24, cf. J.Vit.63, Them.Or.22.269b.
German (Pape)
[Seite 986] mit, zugleich, zusammen umhergehen, τινί; Plat. Prot. 314 e; Men. bei D. L. 6, 93; Luc. bis acc. 32.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπᾰτέω: περιπατῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 1· ἀπολ., τοὺς συμπεριπατοῦντας, τοὺς μετ’ αὐτῶν περιπατοῦντας, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se promener autour de ou circuler avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιπατέω.