συγχώρημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγχώρημα''': τό, [[παραχώρησις]], συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν [[παρά]] τινος 4. 73, 10· [[περί]] τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. [[τιμῆς]] Πλουτ. Ποπλ. 20. | |lstext='''συγχώρημα''': τό, [[παραχώρησις]], συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν [[παρά]] τινος 4. 73, 10· [[περί]] τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. [[τιμῆς]] Πλουτ. Ποπλ. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[συγχώρησις]].<br />'''Étymologie:''' [[συγχωρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A concession, Plb.5.67.8, al.; σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10; περί τινος Id.1.85.3; σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3; σ. τιμῆς Plu.Publ. 20. 2 agreement, PSI2.189.18 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 972] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; συγχώρημα λαβεῖν παρά τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; περί τινος, 1, 85, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συγχώρημα: τό, παραχώρησις, συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν παρά τινος 4. 73, 10· περί τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. τιμῆς Πλουτ. Ποπλ. 20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. συγχώρησις.
Étymologie: συγχωρέω.