συγκυρία: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκῠρία''': ἡ, σπανιώτερος [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., τὰ ἀπὸ συγκυρίης, τὰ τυχαῖα συμβάντα, Ἱππ. 49. 28· διὰ συγκυρίαν ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· κατὰ σ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31, Εὐστ. 376. 12.
|lstext='''συγκῠρία''': ἡ, σπανιώτερος [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., τὰ ἀπὸ συγκυρίης, τὰ τυχαῖα συμβάντα, Ἱππ. 49. 28· διὰ συγκυρίαν ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· κατὰ σ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31, Εὐστ. 376. 12.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />rencontre fortuite, accident, coïncidence, événement.<br />'''Étymologie:''' [[συγκυρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠρία Medium diacritics: συγκυρία Low diacritics: συγκυρία Capitals: ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Transliteration A: synkyría Transliteration B: synkyria Transliteration C: sygkyria Beta Code: sugkuri/a

English (LSJ)

ἡ, = foreg., τὰ ἀπὸ συγκυρίης λυπήματα γνώμης

   A chance annoyances, Hp.Hum.9; διὰ συγκυρίην Id.VM10; κατὰ συγκυρίαν Ev.Luc.10.31, Eust.376.12.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, seltene Form für συγκύρησις, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συγκῠρία: ἡ, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., τὰ ἀπὸ συγκυρίης, τὰ τυχαῖα συμβάντα, Ἱππ. 49. 28· διὰ συγκυρίαν ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· κατὰ σ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31, Εὐστ. 376. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
rencontre fortuite, accident, coïncidence, événement.
Étymologie: συγκυρέω.