συναποσβέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναποσβέννῡμι''': σβήνω μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], τί τινι Ἀνθολ. Π. 7. 367· σ. τὰς ψυχὰς Θεμίστ. 59D. ― Παθ., μετ’ ἀορ. -έσβην, πρκμ. -έσβηκα, σβήνομαι [[ὁμοῦ]], Διοδ. Ἐκλογ. 541. 22, Πλουτ. Μάρκελλ. 24, κτλ.· πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ Ἀνθ. Π. 5. 279.
|lstext='''συναποσβέννῡμι''': σβήνω μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], τί τινι Ἀνθολ. Π. 7. 367· σ. τὰς ψυχὰς Θεμίστ. 59D. ― Παθ., μετ’ ἀορ. -έσβην, πρκμ. -έσβηκα, σβήνομαι [[ὁμοῦ]], Διοδ. Ἐκλογ. 541. 22, Πλουτ. Μάρκελλ. 24, κτλ.· πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ Ἀνθ. Π. 5. 279.
}}
{{bailly
|btext=<i>intr. à l’ao.2</i> συναπέσβην, <i>au pf.</i> συναπέσβηκα, <i>et au Pass.</i><br />s’éteindre avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀποσβέννυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποσβέννῡμι Medium diacritics: συναποσβέννυμι Low diacritics: συναποσβέννυμι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΣΒΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synaposbénnymi Transliteration B: synaposbennymi Transliteration C: synaposvennymi Beta Code: sunaposbe/nnumi

English (LSJ)

   A put out, extinguish with or together, ὄμμασι (sight) πνοιήν (breath) AP7.367(Antip. Thess.); τῇ περιγραφῇ τῆς Χρείας [ἡ φύσις] συναπέσβεσε τὸ ἔργον (sc. τὴν κάθαρσιν) Sor. 1.28; σ. τὰς ψυχάς Them.Or.4.59d:—Pass., with aor. -έσβην, pf. -έσβηκα, to be put out together, D.S.37.2.14, Plu.Marc.24, etc.; πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ AP5.278 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1003] (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, ausgehen lassen, συναπέσβεσε πνοιήν, Antp. Th. 64 (VII, 367), – τῇ ῥώμῃ μαραινομένῃ συναποσβῆναι τὸν πόλεμον, Plut. Marcell. 24.

Greek (Liddell-Scott)

συναποσβέννῡμι: σβήνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τί τινι Ἀνθολ. Π. 7. 367· σ. τὰς ψυχὰς Θεμίστ. 59D. ― Παθ., μετ’ ἀορ. -έσβην, πρκμ. -έσβηκα, σβήνομαι ὁμοῦ, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 22, Πλουτ. Μάρκελλ. 24, κτλ.· πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ Ἀνθ. Π. 5. 279.

French (Bailly abrégé)

intr. à l’ao.2 συναπέσβην, au pf. συναπέσβηκα, et au Pass.
s’éteindre avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀποσβέννυμι.