τρίπαλτος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίπαλτος''': -ον, ([[πάλλω]]) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, [[ποικίλος]], τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. [[δίπαλτος]]. | |lstext='''τρίπαλτος''': -ον, ([[πάλλω]]) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, [[ποικίλος]], τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. [[δίπαλτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />lancé <i>ou</i> qui frappe avec une force triple ; violent.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (πάλλω)
A thrice-brandished: metaph., threefold, manifold, A.Th. 990 (lyr., dub. l.).
German (Pape)
[Seite 1145] dreifach, dreimal geschwungen, d. i. mit großer Gewalt geschwungen, Aesch. πήματα, sehr heftig, Spt. 972.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. δίπαλτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lancé ou qui frappe avec une force triple ; violent.
Étymologie: τρεῖς, πάλλω.