συνίσχω: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνίσχω''': [[συνέχω]]· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, [[ὑποφέρω]], [[πάσχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.
|lstext='''συνίσχω''': [[συνέχω]]· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, [[ὑποφέρω]], [[πάσχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[συνέχω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴσχω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίσχω Medium diacritics: συνίσχω Low diacritics: συνίσχω Capitals: ΣΥΝΙΣΧΩ
Transliteration A: syníschō Transliteration B: synischō Transliteration C: synischo Beta Code: suni/sxw

English (LSJ)

   A = συνέχω, retain, PTeb.746.10 (iii B.C.):—Pass., to be retained or detained, PGrenf.2.14.13 (iii B.C.); to be afficted, νοσήμασιν Pl.Grg.479a.

German (Pape)

[Seite 1027] (s. ἴσχω), = συνέχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.

Greek (Liddell-Scott)

συνίσχω: συνέχω· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, ὑποφέρω, πάσχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.

French (Bailly abrégé)

c. συνέχω.
Étymologie: σύν, ἴσχω.