τειχισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τειχισμός''': ὁ, = [[τείχισις]], Θουκ. 5. 82., 6. 44, Δημ. 325, 23, Πολύβ. 5. 93, 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
|lstext='''τειχισμός''': ὁ, = [[τείχισις]], Θουκ. 5. 82., 6. 44, Δημ. 325, 23, Πολύβ. 5. 93, 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[τείχισις]].<br />'''Étymologie:''' [[τειχίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχισμός Medium diacritics: τειχισμός Low diacritics: τειχισμός Capitals: ΤΕΙΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: teichismós Transliteration B: teichismos Transliteration C: teichismos Beta Code: teixismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = τείχισις, Th.5.82, 6.44, etc.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, = τείχισις; Thuc. 5, 82. 6, 44, Pol. 5, 93, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τειχισμός: ὁ, = τείχισις, Θουκ. 5. 82., 6. 44, Δημ. 325, 23, Πολύβ. 5. 93, 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. τείχισις.
Étymologie: τειχίζω.