συναρμολογέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναρμολογέω''': [[συναρμόζω]], συναρμολογῶν καὶ συμβιβάζων τοὺς πάντας εἰς ἃ πέφυκεν [[ἕκαστος]] Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 16Α, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 3, 656D. ― Παθ. συναρμολογέομαι, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 21, δ΄, 16.
|lstext='''συναρμολογέω''': [[συναρμόζω]], συναρμολογῶν καὶ συμβιβάζων τοὺς πάντας εἰς ἃ πέφυκεν [[ἕκαστος]] Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 16Α, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 3, 656D. ― Παθ. συναρμολογέομαι, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 21, δ΄, 16.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συναρμόζω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁρμολογέω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρμολογέω Medium diacritics: συναρμολογέω Low diacritics: συναρμολογέω Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: synarmologéō Transliteration B: synarmologeō Transliteration C: synarmologeo Beta Code: sunarmologe/w

English (LSJ)

   A compagino, Gloss.:—Pass., to be fitted or framed together, Ep.Eph.2.21, 4.16.

German (Pape)

[Seite 1004] = συναρμόζω, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμολογέω: συναρμόζω, συναρμολογῶν καὶ συμβιβάζων τοὺς πάντας εἰς ἃ πέφυκεν ἕκαστος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 16Α, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 3, 656D. ― Παθ. συναρμολογέομαι, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 21, δ΄, 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. συναρμόζω.
Étymologie: σύν, ἁρμολογέω.