ὑγιάζω: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑγιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ὑγιὴς]]) [[κάμνω]] τινὰ ὑγιᾶ, [[θεραπεύω]], «γιατρεύω», Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7, Τοπ. 1. 3, Τίμ. Λοκρ. 104D. - Παθ., [[γίνομαι]] ὑγιής, θεραπεύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 19, 1, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 9, Φυσ. 5. 5, 5· ὑγιασθεὶς τοῦ τραύματος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''ὑγιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ὑγιὴς]]) [[κάμνω]] τινὰ ὑγιᾶ, [[θεραπεύω]], «γιατρεύω», Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7, Τοπ. 1. 3, Τίμ. Λοκρ. 104D. - Παθ., [[γίνομαι]] ὑγιής, θεραπεύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 19, 1, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 9, Φυσ. 5. 5, 5· ὑγιασθεὶς τοῦ τραύματος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. Pass.</i> ὑγιάσθην;<br />rendre sain <i>ou</i> bien portant, guérir.<br />'''Étymologie:''' [[ὑγιής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], fut.
A -άσω LXX Ez.47.9: pf. ὑγίᾰκα ib.Le.13.37: (ὑγιής): —make sound or healthy, heal, cure, Arist.Pol.1287a37, Top.101b9, PCair.Zen.34.11 (iii B. C.), PSI6.665.6 (iii B. C.), Polystr.p.24 W., Phld.Rh.1.370S., Ti.Locr.104d:—Pass., become healthy, get well, Hp. Aph.6.6, de Arte4, 5, Arist.Rh.1392a11, Top.117a19, Ph.229b4, PCair.Zen.34.12 (iii B. C.), LXX Le. 13.18, al.; ὑγιασθεὶς ἐκ τοῦ τραύματος Plb. 3.70.5: also intr. in Act., become healthy, LXX Ez.47.8,9.
German (Pape)
[Seite 1170] gesund machen, heilen, τὰ σώματα Tim. Locr. 104 d; pass. gesund werden; Arist. phys. 5, 5; ὑγιασθείς Pol. 3, 70, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγιάζω: μέλλ. -άσω, (ὑγιὴς) κάμνω τινὰ ὑγιᾶ, θεραπεύω, «γιατρεύω», Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7, Τοπ. 1. 3, Τίμ. Λοκρ. 104D. - Παθ., γίνομαι ὑγιής, θεραπεύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 19, 1, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 9, Φυσ. 5. 5, 5· ὑγιασθεὶς τοῦ τραύματος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. ὑγιάσθην;
rendre sain ou bien portant, guérir.
Étymologie: ὑγιής.