φολιδωτός: Difference between revisions
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φολῐδωτός''': -ή, -όν, ἢ ός, όν, ἴδε Ἰακώψ, εἰς Φιλόστρ. 793· ― ὁ ἔχων φολίδας ἐπὶ τοῦ δέρματος, ἐπὶ ἑρπετῶν, τὸ δὲ [[λεπιδωτός]], λέγεται ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 4., 2. 17, 18., 8. 4, 1, κ. ἀλλ.· θώραξ φ., κατεσκευασμένος ἐκ μικρῶν μεταλλικῶν φολίδων ὧν ἑκάστη ἐπίκειται τῆς ἑτέρας, [[ὅστις]] ἂν θώρακ’ ἔχῃ φολιδωτὸν Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 8· διάφ. γραφ. ἀντὶ στολιδ- ἐν Ξεν. Κυρ. 6. 4, 2· πρβλ. pellis ahenis in plu??m squamis conser?, Οὐεργ. Αἰν. 11. 771. | |lstext='''φολῐδωτός''': -ή, -όν, ἢ ός, όν, ἴδε Ἰακώψ, εἰς Φιλόστρ. 793· ― ὁ ἔχων φολίδας ἐπὶ τοῦ δέρματος, ἐπὶ ἑρπετῶν, τὸ δὲ [[λεπιδωτός]], λέγεται ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 4., 2. 17, 18., 8. 4, 1, κ. ἀλλ.· θώραξ φ., κατεσκευασμένος ἐκ μικρῶν μεταλλικῶν φολίδων ὧν ἑκάστη ἐπίκειται τῆς ἑτέρας, [[ὅστις]] ἂν θώρακ’ ἔχῃ φολιδωτὸν Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 8· διάφ. γραφ. ἀντὶ στολιδ- ἐν Ξεν. Κυρ. 6. 4, 2· πρβλ. pellis ahenis in plu??m squamis conser?, Οὐεργ. Αἰν. 11. 771. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert d’écailles;<br /><b>2</b> disposé <i>ou</i> plaqué en forme d’écailles.<br />'''Étymologie:''' [[φολίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A clad in scales, of reptiles, opp. λεπιδωτός (of fishes), Arist.PA692b11, cf. HA490b24, al.; also of the signs Scorpio and Pisces, Heph.Astr.1.1; θώραξ φ. a coat of mail of small metal plates overlapping one another, scale-armour, Posidipp.26.8, Arr.Tact.3.5 (pl.); φ. χιτών Hld.9.15, v. l. for στολιδ- in X.Cyr.6.4.2; φ. φιάλη ornamented with a pattern of scales, Inscr.Délos1414aii 20, cf. 1416 Ai 100 (ii B. C.); παροψίδες, ὀξύβαφα, BGU781 i6, ii14 (i A. D.); also of the catkins of the filbert, μόρια φ. imbricated, Thphr.HP3.5.6.
German (Pape)
[Seite 1297] 1) geschuppt, gepanzert; von Schlangen, Eidechsen, Schildkröten, Arist. H. A. 1, 6. 8, 4; δέρμα κροκοδείλου D. Sic. 1, 35; – θώραξ φολιδωτός, ein Schuppenpanzer, aus kleinen, über einander liegenden Metallplatten schuppenartig gearbeitet, Posidipp. bei Ath. 376 f, Luc. V. H. 1, 14 u. A.; χιτών Heliod. 9, 15; vgl. Virg. Aen. 11, 771. – 2) Gefleckt, getigert.
Greek (Liddell-Scott)
φολῐδωτός: -ή, -όν, ἢ ός, όν, ἴδε Ἰακώψ, εἰς Φιλόστρ. 793· ― ὁ ἔχων φολίδας ἐπὶ τοῦ δέρματος, ἐπὶ ἑρπετῶν, τὸ δὲ λεπιδωτός, λέγεται ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 4., 2. 17, 18., 8. 4, 1, κ. ἀλλ.· θώραξ φ., κατεσκευασμένος ἐκ μικρῶν μεταλλικῶν φολίδων ὧν ἑκάστη ἐπίκειται τῆς ἑτέρας, ὅστις ἂν θώρακ’ ἔχῃ φολιδωτὸν Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 8· διάφ. γραφ. ἀντὶ στολιδ- ἐν Ξεν. Κυρ. 6. 4, 2· πρβλ. pellis ahenis in plu??m squamis conser?, Οὐεργ. Αἰν. 11. 771.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 couvert d’écailles;
2 disposé ou plaqué en forme d’écailles.
Étymologie: φολίς.