φωτεινός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωτεινός''': -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, [[πλήρης]] φωτός, [[ἥλιος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] [[αὐτόθι]] 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., [[διαυγής]], [[καθαρός]], [[πλήρης]] φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σκοτεινός]]· [[λόγος]] Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''φωτεινός''': -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, [[πλήρης]] φωτός, [[ἥλιος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] [[αὐτόθι]] 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., [[διαυγής]], [[καθαρός]], [[πλήρης]] φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σκοτεινός]]· [[λόγος]] Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />lumineux;<br /><i>Cp.</i> φωτεινότερος, <i>Sp.</i> φωτεινότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φῶς]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτεινός Medium diacritics: φωτεινός Low diacritics: φωτεινός Capitals: ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Transliteration A: phōteinós Transliteration B: phōteinos Transliteration C: foteinos Beta Code: fwteino/s

English (LSJ)

ή, όν, (φῶς)

   A shining, bright, ἥλιος X.Mem.4.3.4; σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] ib.3.10.1, cf. LXXSi.17.31 (Comp.), Plu.2. 1110b, Hierocl. in CA26p.478M.; ἀήρ Ath.Med. ap. Orib.9.5.2; οἴκημα Sor.2.10, al.    II metaph., clear, distinct, λόγος Plu.2.9b (Comp., s.v.l.); also in moral sense, Hierocl. in CA3p.424M.; ὅταν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φ. ἐστιν Ev.Luc. 11.34, cf. 36.

German (Pape)

[Seite 1323] licht, leuchtend, hell, ἥλιος, Xen. Mem. 3, 10, 1. 4, 3,4; übertr., im Ggstz von σκοτεινός, deutlich, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φωτεινός: -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, πλήρης φωτός, ἥλιος Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] αὐτόθι 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., διαυγής, καθαρός, πλήρης φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκοτεινός· λόγος Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lumineux;
Cp. φωτεινότερος, Sp. φωτεινότατος.
Étymologie: φῶς.