φυσαλλίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡσαλλίς''': -ίδος, ἡ, [[πομφόλυξ]], φυσαλλίδα, φουσκαλίδα, Λατ. pusula pustula, πομφόλυγας..., τὰς φυσαλλίδας [[λέγω]] ἀφ’ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρὸς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19. ΙΙ. [[ὄργανον]] μουσικὸν πνευστόν, [[εἶδος]] αὐλοῦ, λαβὲ [[δῆτα]] τὰς φυσαλλίδας, «τοὺς αὐλούς, ἀπὸ τοῦ φυσᾶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 1245. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς φυσαλλίδα, [[εἶδος]] στρύχνου, [[ὅστις]] καλεῖται καὶ ἁλικάκαβον, Διοσκ. 4. 72.
|lstext='''φῡσαλλίς''': -ίδος, ἡ, [[πομφόλυξ]], φυσαλλίδα, φουσκαλίδα, Λατ. pusula pustula, πομφόλυγας..., τὰς φυσαλλίδας [[λέγω]] ἀφ’ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρὸς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19. ΙΙ. [[ὄργανον]] μουσικὸν πνευστόν, [[εἶδος]] αὐλοῦ, λαβὲ [[δῆτα]] τὰς φυσαλλίδας, «τοὺς αὐλούς, ἀπὸ τοῦ φυσᾶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 1245. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς φυσαλλίδα, [[εἶδος]] στρύχνου, [[ὅστις]] καλεῖται καὶ ἁλικάκαβον, Διοσκ. 4. 72.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />bulle.<br />'''Étymologie:''' [[φῦσα]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσαλλίς Medium diacritics: φυσαλλίς Low diacritics: φυσαλλίς Capitals: ΦΥΣΑΛΛΙΣ
Transliteration A: physallís Transliteration B: physallis Transliteration C: fysallis Beta Code: fusalli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A bladder, bubble, Luc.Cont.19.    II a wind instrument, a kind of pipe, Ar.Lys.1245 (pl.).    III = ἁλικάκκαβος 1, Ps.-Dsc.4.71, Paul.Aeg.3.45.    IV bolus, pill, Aen. Gaz.Ep.20.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσαλλίς: -ίδος, ἡ, πομφόλυξ, φυσαλλίδα, φουσκαλίδα, Λατ. pusula pustula, πομφόλυγας..., τὰς φυσαλλίδας λέγω ἀφ’ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρὸς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19. ΙΙ. ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, εἶδος αὐλοῦ, λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας, «τοὺς αὐλούς, ἀπὸ τοῦ φυσᾶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 1245. ΙΙΙ. φυτόν τι ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς φυσαλλίδα, εἶδος στρύχνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἁλικάκαβον, Διοσκ. 4. 72.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
bulle.
Étymologie: φῦσα.