ψυχάζω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῡχάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὸν δροσερὸν ἀέρα καὶ [[λαμβάνω]] ἀναψυχήν, δροσίζομαι, Ἀλκίφρων 3. 12, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 21 - «ψυχάζουσιν: πρὸς τὸ [[πνεῦμα]] καὶ τὸ [[ψῦχος]] διατρίβουσιν ἵνα ἀναψυχήν τινα λάβωσι» Α. Β. 317, 19, Ἐτυμ. Μέγ. σ. 819, 27. | |lstext='''ψῡχάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὸν δροσερὸν ἀέρα καὶ [[λαμβάνω]] ἀναψυχήν, δροσίζομαι, Ἀλκίφρων 3. 12, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 21 - «ψυχάζουσιν: πρὸς τὸ [[πνεῦμα]] καὶ τὸ [[ψῦχος]] διατρίβουσιν ἵνα ἀναψυχήν τινα λάβωσι» Α. Β. 317, 19, Ἐτυμ. Μέγ. σ. 819, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se rafraîchir.<br />'''Étymologie:''' ψυχάω. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
A refresh oneself in the shade, Alciphr.3.12, Ael.NA5.21, Procop.Gaz.p.175B.
German (Pape)
[Seite 1403] sich abkühlen, sich im Schatten erquicken, Suid.; Alciphr. 3, 12; vgl. B. A. 317 u. Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχάζω: μέλλ. -άσω, ἐξέρχομαι εἰς τὸν δροσερὸν ἀέρα καὶ λαμβάνω ἀναψυχήν, δροσίζομαι, Ἀλκίφρων 3. 12, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 21 - «ψυχάζουσιν: πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ψῦχος διατρίβουσιν ἵνα ἀναψυχήν τινα λάβωσι» Α. Β. 317, 19, Ἐτυμ. Μέγ. σ. 819, 27.
French (Bailly abrégé)
se rafraîchir.
Étymologie: ψυχάω.