χερειότερος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χερειότερος''': -α, -ον, Ἐπικ. συγκρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ’ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον Ἰλ. Β. 248, Μ. 270.
|lstext='''χερειότερος''': -α, -ον, Ἐπικ. συγκρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ’ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον Ἰλ. Β. 248, Μ. 270.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[χερείων]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερειότερος Medium diacritics: χερειότερος Low diacritics: χερειότερος Capitals: ΧΕΡΕΙΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: chereióteros Transliteration B: chereioteros Transliteration C: chereioteros Beta Code: xereio/teros

English (LSJ)

η, ον, Ep. Comp. for sq., Il.2.248, 12.270, AP7.371 (Crin.), Q.S.5.555.

German (Pape)

[Seite 1349] poet. compar. = χερείων; Il. 2, 248; ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος 12, 220; sp. D., wie Bian. 15 (IX, 548), Opp. Hal. 3, 432.

Greek (Liddell-Scott)

χερειότερος: -α, -ον, Ἐπικ. συγκρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ’ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον Ἰλ. Β. 248, Μ. 270.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. χερείων.