Ἀχαιίς: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(6_12)
 
(Autenrieth)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀχαιίς''': -ίδος, ἡ, ἡ Ἀχαιική, [[μετὰ]] τοῦ [[γαῖα]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Α. 254., Γ. 75, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνὴ) Ἀχαιίδες, οὐκέτ’ Ἀχαιοὶ Ἰλ. Β. 235. κτλ.· [[ὡσαύτως]] Ἀχαιιάς, άδος, Ἰλ. Ε. 424, κτλ· ― ὁ [[τύπος]] Ἀχᾱΐς φαίνεται μεταγενέστερος.
|lstext='''Ἀχαιίς''': -ίδος, ἡ, ἡ Ἀχαιική, [[μετὰ]] τοῦ [[γαῖα]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Α. 254., Γ. 75, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνὴ) Ἀχαιίδες, οὐκέτ’ Ἀχαιοὶ Ἰλ. Β. 235. κτλ.· [[ὡσαύτως]] Ἀχαιιάς, άδος, Ἰλ. Ε. 424, κτλ· ― ὁ [[τύπος]] Ἀχᾱΐς φαίνεται μεταγενέστερος.
}}
{{Autenrieth
|auten=ίδος: Achaean ([[γαῖα]]), and [[without]] [[γαῖα]], [[Achaea]], i. e. Northern [[Greece]]; pl., as subst., Achaean women; [[contemptuously]], Ἀχαιίδες, οὐκέτ' [[Ἀχαιοί]], Β 23, Il. 7.96.
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Ἀχαιίς: -ίδος, ἡ, ἡ Ἀχαιική, μετὰ τοῦ γαῖαἄνευ αὐτοῦ, Ἰλ. Α. 254., Γ. 75, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνὴ) Ἀχαιίδες, οὐκέτ’ Ἀχαιοὶ Ἰλ. Β. 235. κτλ.· ὡσαύτως Ἀχαιιάς, άδος, Ἰλ. Ε. 424, κτλ· ― ὁ τύπος Ἀχᾱΐς φαίνεται μεταγενέστερος.

English (Autenrieth)

ίδος: Achaean (γαῖα), and without γαῖα, Achaea, i. e. Northern Greece; pl., as subst., Achaean women; contemptuously, Ἀχαιίδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί, Β 23, Il. 7.96.