περίρρυτος: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | |btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=(σρέω): flowed [[around]], [[sea]]-[[girt]], Od. 19.173†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 August 2017
English (LSJ)
ον, also α, ον Alcm.21, A.Eu.77 :—
A surrounded with water, π. κρήτη sea-girt Crete, Od.19.173, cf. Hes. Th.193, 290 ; Λιβύη, Εὐρώπη, Hdt.4.42,45 ; πόλεις A.l.c., cf. S.Ph.1, Th.4.64, Plu.2.941c, Aristid.Or.44(17).8 ; Ὠκεανὸς τῷ πᾶσα π. ἐνδεται χθών Neoptol.2. 2 Act., flowing round, c. gen., περιρρύτων ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδιων Σικελίας over the barren plains that flow round Sicily, i.e. the sea, E.Ph.209 (lyr., sed leg. -ρρύτῳ).
Greek (Liddell-Scott)
περίρρῠτος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀλκμὰν 10, Αἰσχύλ. Εὐμ. 77.· ― ὡς τὸ περίρροος, ὁ περιρρεόμενος ἢ περιβαλλόμενος ὑπὸ ὑδάτων, π. Κρήτη, ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιρρεομένη, Ὀδ. Τ. 173, πρβλ. Ἡσ. Θ. 193, 290, Ἡρόδ. 4. 42, 45, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Φ. 1, Θουκ. 4. 64. 2) ἐνεργ., ῥέων πέριξ, ὁλόγυρα, μετὰ γεν., περιρρύτων ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας, ὑπεράνω τῶν ἀγόνων πεδιάδων τῶν περὶ τὴν Σικελίαν, δηλ. τῆς θαλάσσης, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 216 (209D).
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.