τανύπτερος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_5)
(sl1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνύπτερος''': βραχύτερος [[τύπος]] τοῦ [[τανυσίπτερος]], ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.
|lstext='''τᾰνύπτερος''': βραχύτερος [[τύπος]] τοῦ [[τανυσίπτερος]], ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.
}}
{{Slater
|sltr=<b>τᾰνύπτερος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[long]] [[winged]] [[τανύπτερος]] αἰετὸς (P. 5.111)
}}
}}

Revision as of 12:23, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπτερος Medium diacritics: τανύπτερος Low diacritics: τανύπτερος Capitals: ΤΑΝΥΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tanýpteros Transliteration B: tanypteros Transliteration C: tanypteros Beta Code: tanu/pteros

English (LSJ)

ον,

   A = τανυσίπτερος, with extended wings, long-winged, οἰωνοί h.Cer. 89; αἰετός Hes.Th.523, cf. Ibyc.4, Pi.P.5.112; of arrows, Tim. Pers.30.

German (Pape)

[Seite 1067] = τανυσίπτερος, τανυπτέρυξ, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend; οἰωνοί, H. h. Cer. 89; αἰετός, Hes. Th. 523; Ibyc. 3; Pind. P. 5, 104.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπτερος: βραχύτερος τύπος τοῦ τανυσίπτερος, ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.

English (Slater)

τᾰνύπτερος
   1long winged τανύπτερος αἰετὸς (P. 5.111)