ὄγδοος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὄγδοος]]<br /> <b>1</b>[[eighth]] παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει [[μέρος]] Ἀρκεσίλας (sc. ἀπὸ Βάττου [[τοῦ]] πρώτου Σ.) (P. 4.65) | |sltr=[[ὄγδοος]]<br /> <b>1</b> [[eighth]] παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει [[μέρος]] Ἀρκεσίλας (sc. ἀπὸ Βάττου [[τοῦ]] πρώτου Σ.) (P. 4.65) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 17 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A eighth, Il.7.223, etc. ; ὀγδόη (sc. ἡμέρα), ὀγδόῃ τῆς πρυτανείας IG12.374.416 ; ὀγδόῃ Πυανεψιῶνος Plu.Thes.36. [ὄγδοον as disyll., Od.7.261 = 14.287 (s. v. l.) : ὄγδος late spelling in Ostr.922, etc.]
German (Pape)
[Seite 290] der achte, Hom. ll. 7, 223 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὄγδοος: -η, -ον, (ἴδε ἐν λέξ. ὀκτώ), ὡς καί νῦν, Λατιν. octavus, Ὅμ., κλ.: ὀγδόη (ἐξυπακ. ἡμέρα), ὀγδόῃ Πυανεψιῶνος Πλουτ. Θησ. 36. [ὄγδοον ὡς δισύλλ., Ὀδ. Η. 261]. - Ὄγδοος, μὴν Φωκέων, ἀντιστοιχῶν τῷ Δελφῶν Ἡρακλείῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 82. 222.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
huitième.
Étymologie: ὀκτώ.
English (Slater)
ὄγδοος
1 eighth παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας (sc. ἀπὸ Βάττου τοῦ πρώτου Σ.) (P. 4.65)