τανύπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνύπτερος''': βραχύτερος [[τύπος]] τοῦ [[τανυσίπτερος]], ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.
|lstext='''τᾰνύπτερος''': βραχύτερος [[τύπος]] τοῦ [[τανυσίπτερος]], ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.
}}
{{Slater
|sltr=<b>τᾰνύπτερος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[long]] [[winged]] [[τανύπτερος]] αἰετὸς (P. 5.111)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>τᾰνύπτερος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[long]] [[winged]] [[τανύπτερος]] αἰετὸς (P. 5.111)
|sltr=<b>τᾰνύπτερος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[long]] [[winged]] [[τανύπτερος]] αἰετὸς (P. 5.111)
}}
}}

Revision as of 12:38, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπτερος Medium diacritics: τανύπτερος Low diacritics: τανύπτερος Capitals: ΤΑΝΥΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tanýpteros Transliteration B: tanypteros Transliteration C: tanypteros Beta Code: tanu/pteros

English (LSJ)

ον,

   A = τανυσίπτερος, with extended wings, long-winged, οἰωνοί h.Cer. 89; αἰετός Hes.Th.523, cf. Ibyc.4, Pi.P.5.112; of arrows, Tim. Pers.30.

German (Pape)

[Seite 1067] = τανυσίπτερος, τανυπτέρυξ, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend; οἰωνοί, H. h. Cer. 89; αἰετός, Hes. Th. 523; Ibyc. 3; Pind. P. 5, 104.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπτερος: βραχύτερος τύπος τοῦ τανυσίπτερος, ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.

English (Slater)

τᾰνύπτερος
   1 long winged τανύπτερος αἰετὸς (P. 5.111)

English (Slater)

τᾰνύπτερος
   1 long winged τανύπτερος αἰετὸς (P. 5.111)