διαδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(Bailly1_1)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />être partagé.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δατέομαι]].
|btext=-οῦμαι;<br />être partagé.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δατέομαι]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>διαδᾰτέομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[divide]] up ([[for]], to [[oneself]]) c. acc. of [[that]] [[which]] is divided [[out]]: ἀπά- τερθε δ' [[ἔχον]] διὰ γαῖαν [[τρίχα]] δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) (O. 7.75) c. gen. of [[that]] [[from]] [[which]] the [[division]] is made: τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα [[κρεῶν]] [[σέθεν]] [[διεδάσαντο]] καὶ [[φάγον]] (O. 1.50)
}}
}}

Revision as of 13:57, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδᾰτέομαι Medium diacritics: διαδατέομαι Low diacritics: διαδατέομαι Capitals: ΔΙΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diadatéomai Transliteration B: diadateomai Transliteration C: diadateomai Beta Code: diadate/omai

English (LSJ)

aor.

   A διεδασάμην Pi. (v. infr.):    1 in reciprocal sense, divide among themselves, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158, Hes.Th. 606, cf. Pi.O.1.51; δ. τὴν ληΐην Hdt.8.121.    2 in act.sense, divide, distribute, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ion. iterative form) Il.9.333; ἐς φυλὰς διεδάσαντο distributed them among the tribes, Hdt.4.145:— Pass., to be divided, γῆς διαδατουμένης App.BC1.1.

German (Pape)

[Seite 575] (s. δατέομαι), vertheilen, unter sich vertheilen; Homer in tmesi Iliad. 5, 158 χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο; Hesiod. Th. 606 ἀποφθιμένου δὲ διὰ κτῆσιν δατέονται χηρωσταί – Bei Appian. B. C. 1, 1 ist γῆς διαδατουμένης passiv. – Vgl. διαδαίω.

Greek (Liddell-Scott)

διαδᾰτέομαι: ἀόρ. διαδάσασθαι, ἀποθ. 1) ἐπὶ ἐννοίας ἀμοιβαιότητος, μοιραζόμεθα πρὸς ἀλλήλους, διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158, Ἡσ. Θ. 606. 2) ἐπὶ ἐνεργ. ἐννοίας, διαχωρίζω, χωρίζω, μοιράζω, διὰ παῦρα δασάσκετο (Ἰων. ἀντὶ ἐδάσατο) Ἰλ. Ι. 333, πρβλ. Πίνδ. Ο. 1. 8, κτλ.· διεδάσαντο τὴν ληΐην Ἡρόδ. 8. 121· ἐς φυλὰς διεδάσαντο, διένειμαν αὐτοὺς εἰς τὰς φυλάς, ὁ αὐτ. 4. 145. ― Παθ., διαιροῦμαι, γῆς διαδατουμένης Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être partagé.
Étymologie: διά, δατέομαι.

English (Slater)

διαδᾰτέομαι
   1 divide up (for, to oneself) c. acc. of that which is divided out: ἀπά- τερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) (O. 7.75) c. gen. of that from which the division is made: τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον (O. 1.50)