θαέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_6)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾱέομαι''': Δωρ. ἀντὶ [[θηέομαι]] (Ἰων. [[τύπος]] τοῦ [[θεάομαι]]). Πίνδ. Π. 8. 64· θαεῖτο Θεόκρ. 22. 200· ἀόρ. προστ. θάησαι Ἀνθ. Π. παράρτ. 213.
|lstext='''θᾱέομαι''': Δωρ. ἀντὶ [[θηέομαι]] (Ἰων. [[τύπος]] τοῦ [[θεάομαι]]). Πίνδ. Π. 8. 64· θαεῖτο Θεόκρ. 22. 200· ἀόρ. προστ. θάησαι Ἀνθ. Π. παράρτ. 213.
}}
{{Slater
|sltr=<b>θᾱέομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[observe]] “[[θαέομαι]] σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (Amphiareus prophesies) (P. 8.45) [[admire]], “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι [[βρέφος]] αὐταῖς” (Bergk, cf. fr. 33d. 10: θακάμεναι, θηκάμεναι, θησάμεναι codd.: κατθηκάμεναι Mosch) (P. 9.62)
}}
}}

Revision as of 14:00, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾱέομαι Medium diacritics: θαέομαι Low diacritics: θαέομαι Capitals: ΘΑΕΟΜΑΙ
Transliteration A: thaéomai Transliteration B: thaeomai Transliteration C: thaeomai Beta Code: qae/omai

English (LSJ)

Dor. for θηέομαι (Ion. form of θεάομαι), Pi.P.8.45: aor. 1

   A θαήσατο Lyr.Adesp.40; imper. θάησαι Epigr. ap. Phan.Hist.12; cf. αστ;θάομαι.

German (Pape)

[Seite 1181] dor. = θεάομαι; Pind. P. 8, 45; θαεῖτο Theocr. 22, 20. Vgl. θηέομαι, die diesem entsprechende ion. Form, u. θάομαι, die Grundform, wie auch θαητός.

Greek (Liddell-Scott)

θᾱέομαι: Δωρ. ἀντὶ θηέομαι (Ἰων. τύπος τοῦ θεάομαι). Πίνδ. Π. 8. 64· θαεῖτο Θεόκρ. 22. 200· ἀόρ. προστ. θάησαι Ἀνθ. Π. παράρτ. 213.

English (Slater)

θᾱέομαι
   1 observeθαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (Amphiareus prophesies) (P. 8.45) admire, “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” (Bergk, cf. fr. 33d. 10: θακάμεναι, θηκάμεναι, θησάμεναι codd.: κατθηκάμεναι Mosch) (P. 9.62)