διαστείβω: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαστείβω''': [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, ναῒ θοᾷ Πίνδ. Ἀποσπ. 242. 4. ΙΙ. καταπατῶ, τινὰ Νόνν. Δ. 36. 239. | |lstext='''διαστείβω''': [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, ναῒ θοᾷ Πίνδ. Ἀποσπ. 242. 4. ΙΙ. καταπατῶ, τινὰ Νόνν. Δ. 36. 239. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[διαστείβω]] <br /> <b>1</b> go [[across]] τέρπεται δὲ καί [[τις]] ἐπ' οἶδμ [[ἅλιον]] ναὶ θοᾷδιαστείβων (διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:31, 17 August 2017
English (LSJ)
A go through, across, ἐπ' οἶδμα ναΐ θοᾷ Pi.Fr.221.4. II trample on, τινά Nonn.D.36.239.
German (Pape)
[Seite 603] hindurch schreiten, Pind. frg. 242; τινά, niedertreten, Nonn. D. 36, 239.
Greek (Liddell-Scott)
διαστείβω: διέρχομαι διὰ μέσου, ναῒ θοᾷ Πίνδ. Ἀποσπ. 242. 4. ΙΙ. καταπατῶ, τινὰ Νόνν. Δ. 36. 239.
English (Slater)
διαστείβω
1 go across τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷδιαστείβων (διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5.