Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάτρως: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάτρως''': ματρῳσμός, Δωρ. ἀντὶ [[μήτρως]], [[μητρῳσμός]].
|lstext='''μάτρως''': ματρῳσμός, Δωρ. ἀντὶ [[μήτρως]], [[μητρῳσμός]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>μᾱτρως</b> (-ως, -ωος, -ωι, -ῳ; -ωες, -ώων.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[relative]] on the [[mother]]'s [[side]]. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[mother]]'s [[father]] μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] Opous (O. 9.63) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[mother]]'s [[brother]], [[uncle]] εἰ δέ [[τοι]] μάτρῳ μ' [[ἔτι]] Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν [[θέμεν]] (N. 4.80) καὶ [[νῦν]] τεὸς [[μάτρως]] ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον [[ἔθνος]], Πυθέα (Mingarelli, et Σ&#774;γρ ut vid.: Πυθέας codd., Wil., sed cf. (I. 6.62) ) (N. 5.43) ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ [[μάτρως]] (Er. Schmid: μάτρωες codd.: i. e. the sons of Lampon and [[their]] [[uncle]] Euthymenes) (I. 6.62) dub., μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν [[θάλος]] (I. 7.24) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[ancestor]] on the [[mother]]'s [[side]] εἰ δ' [[ἐτύμως]] ὑπὸ Κυλλάνας [[ὄρος]], Ἁγησία, μάτρωες [[ἄνδρες]] ναιετάοντες ἐδώρησαν (O. 6.77) ἕπεται δὲ (ἐπέβα δὲ coni. Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον [[γένος]] ὑμετέρων [[εὐάγων]] τιμά (N. 10.37) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου [[πάλαι]] αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (N. 11.37) ]ματρω[ Πα. 7C. b. 2.
}}
}}

Revision as of 14:42, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάτρως Medium diacritics: μάτρως Low diacritics: μάτρως Capitals: ΜΑΤΡΩΣ
Transliteration A: mátrōs Transliteration B: matrōs Transliteration C: matros Beta Code: ma/trws

English (LSJ)

μᾱτρωσμός, Dor. for μητρ-.

Greek (Liddell-Scott)

μάτρως: ματρῳσμός, Δωρ. ἀντὶ μήτρως, μητρῳσμός.

English (Slater)

μᾱτρως (-ως, -ωος, -ωι, -ῳ; -ωες, -ώων.)
   1 relative on the mother's side.
   a mother's father μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν Opous (O. 9.63)
   b mother's brother, uncle εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν (N. 4.80) καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli, et Σ̆γρ ut vid.: Πυθέας codd., Wil., sed cf. (I. 6.62) ) (N. 5.43) ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (Er. Schmid: μάτρωες codd.: i. e. the sons of Lampon and their uncle Euthymenes) (I. 6.62) dub., μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος (I. 7.24)
   c ancestor on the mother's side εἰ δ' ἐτύμως ὑπὸ Κυλλάνας ὄρος, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες ἐδώρησαν (O. 6.77) ἕπεται δὲ (ἐπέβα δὲ coni. Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμά (N. 10.37) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (N. 11.37) ]ματρω[ Πα. 7C. b. 2.