ἀμετακίνητος: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(Bailly1_1) |
(big3_3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />immuable, immobile.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μετακινέω]]. | |btext=ος, ον :<br />immuable, immobile.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μετακινέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inamovible]], [[inmutable]]εἰς ἀμετακίνητον, ὃ δὴ πάσχει τὰ γεγραμμένα en algo inmutable como le sucede a lo escrito</i> Pl.<i>Ep</i>.343a, ([[ἄξων]] σφαίρας) [[ἀμετακίνητος]], περὶ ἣν ἡ σφαῖρα κινεῖται καὶ στρέφεται Hero <i>Def</i>.78, cf. <i>Stereom</i>.1.9, προαίρεσις ἀρετῆς I.<i>AI</i> 1.8, ἡ περὶ θεοῦ πίστις I.<i>Ap</i>.2.169, ἡ περὶ τοῦ θεοῦ [[δόξα]] I.<i>Ap</i>.2.254, περίοδός τις καὶ [[ἀνακύκλησις]] ἀ. καὶ ἀμετάπιστος Ptol.<i>Iudic</i>.19.5, cf. tb. Sch.<i>Od</i>.17.57<br /><b class="num">•</b>subst., de Dios, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.916B<br /><b class="num">•</b>de pers. βέβαιός τε καὶ ἀ. ἐν τοῖς κριθεῖσι D.H.8.74, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι 1<i>Ep.Cor</i>.15.58.<br /><b class="num">2</b> [[no trasladable]], [[no movible de su lugar]] ἔστι δ' ὥσπερ τὸ [[ἀγγεῖον]] τόπος μεταφορητός, οὕτως καὶ ὁ τόπος [[ἀγγεῖον]] ἀμετακίνητον así como la vasija es un lugar transportable, así también el lugar es un recipiente no trasladable</i> Arist.<i>Ph</i>.212<sup>a</sup>15.<br /><b class="num">II</b> [[quieto]], [[no removido]] del vino ἀμετακίνητοι ... οἱ οἶνοι μένουσιν <i>Gp</i>.7.7.1.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[de manera firme]], [[constante]], [[inamovible]] βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων Arist.<i>EN</i> 1105<sup>a</sup>33, cf. Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.652.23, (γένος) ἐμμένον τοῖς κριθεῖσιν ἀμετακινήτως Iul.<i>Mis</i>.348d. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be moved from place to place, immovable, Pl.Ep.343a, Arist. Ph.212a15; of persons, D.H.8.74. Adv. -τως, ἔχειν stand unmoved, Arist.EN1105a33, cf. Jul.Mis.348d, al.
German (Pape)
[Seite 122] unbeweglich, unveränderlich, Plat. Ep. VII, 343 a. – Adv., -τως ἔχειν Arist. Eth. 2. 4, 3, neben βεβαίως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετακίνητος: -ον, ὁ μὴ μετακινούμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, Πλάτ. Ἐπιστ. 343Α, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18. - Ἐπίρρ. -τως ἔχειν = ἵστασθαι ἀκίνητον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable, immobile.
Étymologie: ἀ, μετακινέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inamovible, inmutableεἰς ἀμετακίνητον, ὃ δὴ πάσχει τὰ γεγραμμένα en algo inmutable como le sucede a lo escrito Pl.Ep.343a, (ἄξων σφαίρας) ἀμετακίνητος, περὶ ἣν ἡ σφαῖρα κινεῖται καὶ στρέφεται Hero Def.78, cf. Stereom.1.9, προαίρεσις ἀρετῆς I.AI 1.8, ἡ περὶ θεοῦ πίστις I.Ap.2.169, ἡ περὶ τοῦ θεοῦ δόξα I.Ap.2.254, περίοδός τις καὶ ἀνακύκλησις ἀ. καὶ ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.19.5, cf. tb. Sch.Od.17.57
•subst., de Dios, Dion.Ar.DN M.3.916B
•de pers. βέβαιός τε καὶ ἀ. ἐν τοῖς κριθεῖσι D.H.8.74, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι 1Ep.Cor.15.58.
2 no trasladable, no movible de su lugar ἔστι δ' ὥσπερ τὸ ἀγγεῖον τόπος μεταφορητός, οὕτως καὶ ὁ τόπος ἀγγεῖον ἀμετακίνητον así como la vasija es un lugar transportable, así también el lugar es un recipiente no trasladable Arist.Ph.212a15.
II quieto, no removido del vino ἀμετακίνητοι ... οἱ οἶνοι μένουσιν Gp.7.7.1.
III adv. -ως de manera firme, constante, inamovible βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων Arist.EN 1105a33, cf. Alex.Aphr.in Metaph.652.23, (γένος) ἐμμένον τοῖς κριθεῖσιν ἀμετακινήτως Iul.Mis.348d.