ἀκαταπόνητος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_18)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαταπόνητος''': -ον, ὁ μὴ καταπονούμενος, [[κόσμος]], Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420.
|lstext='''ἀκαταπόνητος''': -ον, ὁ μὴ καταπονούμενος, [[κόσμος]], Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκαταπόνατος Philol.B 21<br /><b class="num">1</b> [[indestructible]], [[inagotable]] (ὁ κόσμος) παρὸ καὶ [[ἄφθαρτος]] καὶ ἀ. διαμένει τὸν ἄπειρον αἰῶνα Philol.l.c., del n. de la tríada ἀτειρὴς καὶ ἀ. inquebrantable e inagotable</i> Nicom. en <i>Theol.Ar</i>.15, cf. Sch.Pi.<i>O</i>.2.60a.<br /><b class="num">2</b> [[invencible]] ref. a un anillo mágico [[δύναμις]] <i>PMag</i>.12.259.
}}
}}

Revision as of 11:56, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταπόνητος Medium diacritics: ἀκαταπόνητος Low diacritics: ακαταπόνητος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: akatapónētos Transliteration B: akataponētos Transliteration C: akataponitos Beta Code: a)katapo/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A inexhaustible, Philol.21, Theol.Ar.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταπόνητος: -ον, ὁ μὴ καταπονούμενος, κόσμος, Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀκαταπόνατος Philol.B 21
1 indestructible, inagotable (ὁ κόσμος) παρὸ καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀ. διαμένει τὸν ἄπειρον αἰῶνα Philol.l.c., del n. de la tríada ἀτειρὴς καὶ ἀ. inquebrantable e inagotable Nicom. en Theol.Ar.15, cf. Sch.Pi.O.2.60a.
2 invencible ref. a un anillo mágico δύναμις PMag.12.259.