ἔνδυμα: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(Bailly1_2) |
(big3_14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδύω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδύω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἔνδῡμα) -ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ- <i>AP</i> 6.280]<br /><b class="num">1</b> [[vestido]], [[vestidura]], [[vestimenta]] frec. en cont. ritual o festivo ἐν ἑμα[τ] ίο[ις τρι] σὶ λευκοῖς, στρώματι καὶ ἐνδύματι [καὶ ἐ] πιβλε̄́ματι en un rito funerario <i>Sokolowski</i> 3.97A.3 (Ceos V a.C.), καθήμενος ἐνδύματι καὶ λύρᾳ ὁ Πίνδαρος como poeta, Aeschin.<i>Ep</i>.4.3, gener. ἐνδύμαθ' οἷ' ¡qué vestidos!</i> Men.<i>Pc</i>.519, cf. D.L.8.43, κορᾶν ἐνδύματα vestidos de muñecas</i> ofrecidas a Ártemis <i>AP</i> l.c., cf. <i>PCair.Zen</i>.20.3 (III a.C.), junto a ἔσθησις Str.3.3.7, ἐξάγαγε ἐνδύματα πᾶσι τοῖς δούλοις τοῦ Βααλ LXX 4<i>Re</i>.10.22, cf. 2<i>Re</i>.1.24, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα sus vestidos (son) de lino y púrpura</i> LXX <i>Pr</i>.31.22, cf. <i>ID</i> 1417.A.1.52, 442.A.207 (ambos II a.C.), ἔστι δὲ τοῦτο τὸ ἔ. ποδήρης χιτών del sumo sacerdote judío, I.<i>AI</i> 3.153, τῶν ἀρχιερέων I.<i>BI</i> 6.389, cf. 5.232, Plu.<i>Sol</i>.8, Pythag.<i>Ep</i>.3.1, Chrys.<i>Iob</i> 29.7.67, τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωέ invocado en un conjuro <i>PMag</i>.35.20<br /><b class="num">•</b>fig. [[vestidura]], [[envoltura]] τὸ σῶμα ... ὡς ἔ. τῆς ψυχῆς Sext.<i>Sent</i>.449, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.31, Manes 87.5, τὸ ἔ. τοῦ λόγου la vestidura de la palabra</i> ref. Cristo <i>A.Phil</i>.11.9, cf. <i>Hom.Clem</i>.8.23, ἐνδῦσαι ... ἡμᾶς τὰ ἡτοιμασμένα ἐνδύματα ... ὑπέσχετο Iust.Phil.<i>Dial</i>.116.2, οἱ μὴ ἔχοντες ἔ. τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀγαθῆς los que no están revestidos del buen deseo</i> Herm.<i>Mand</i>.12.1.1, [[βάπτισμα]] ... ἔ. φωτεινόν Cyr.H.<i>Procatech</i>.16.<br /><b class="num">2</b> [[disfraz]], [[apariencia]] ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων <i>Eu.Matt</i>.7.15, ἔ. τῆς ἀσεβείας ἐστὶν αὐτοῖς ἡ φιλία τοῦ γράμματος el amor a la letra les sirve (a los judíos) de disfraz de la impiedad</i> Gr.Naz.M.36.136B.<br /><b class="num">3</b> medic. [[envoltura]] τῶν ὀστῶν del periostio, Gal.19.367, σχῆμα στερεὸν ... τὸ σπλάγχνον διὰ τὸ πλατυκὸν τοῦ ἐνδύματος del pericardio, Hp.<i>Cord</i>.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐνδύω)
A garment, IG12(5).593A4 (Iulis, V B.C.), Men.Pk.269, LXX 4 Ki.10.22,al., BCH6.25 (Delos, ii B. C.), PFay.12.20 (ii B. C.), Str.3.3.7, Ev.Matt.7.15, Plu.Sol.8, Porph.Abst.1.31, etc.; covering, τῶν ἀστῶν Gal.19.367, prob. in Hp.Cord.8.
German (Pape)
[Seite 836] τό, das Angezogene, das Kleid, LXX., N. T, z. B. Matth. 6, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῠμα: τό, (ἐνδύω) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἐνδύω.
Spanish (DGE)
(ἔνδῡμα) -ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ- AP 6.280]
1 vestido, vestidura, vestimenta frec. en cont. ritual o festivo ἐν ἑμα[τ] ίο[ις τρι] σὶ λευκοῖς, στρώματι καὶ ἐνδύματι [καὶ ἐ] πιβλε̄́ματι en un rito funerario Sokolowski 3.97A.3 (Ceos V a.C.), καθήμενος ἐνδύματι καὶ λύρᾳ ὁ Πίνδαρος como poeta, Aeschin.Ep.4.3, gener. ἐνδύμαθ' οἷ' ¡qué vestidos! Men.Pc.519, cf. D.L.8.43, κορᾶν ἐνδύματα vestidos de muñecas ofrecidas a Ártemis AP l.c., cf. PCair.Zen.20.3 (III a.C.), junto a ἔσθησις Str.3.3.7, ἐξάγαγε ἐνδύματα πᾶσι τοῖς δούλοις τοῦ Βααλ LXX 4Re.10.22, cf. 2Re.1.24, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα sus vestidos (son) de lino y púrpura LXX Pr.31.22, cf. ID 1417.A.1.52, 442.A.207 (ambos II a.C.), ἔστι δὲ τοῦτο τὸ ἔ. ποδήρης χιτών del sumo sacerdote judío, I.AI 3.153, τῶν ἀρχιερέων I.BI 6.389, cf. 5.232, Plu.Sol.8, Pythag.Ep.3.1, Chrys.Iob 29.7.67, τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωέ invocado en un conjuro PMag.35.20
•fig. vestidura, envoltura τὸ σῶμα ... ὡς ἔ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent.449, cf. Porph.Abst.1.31, Manes 87.5, τὸ ἔ. τοῦ λόγου la vestidura de la palabra ref. Cristo A.Phil.11.9, cf. Hom.Clem.8.23, ἐνδῦσαι ... ἡμᾶς τὰ ἡτοιμασμένα ἐνδύματα ... ὑπέσχετο Iust.Phil.Dial.116.2, οἱ μὴ ἔχοντες ἔ. τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀγαθῆς los que no están revestidos del buen deseo Herm.Mand.12.1.1, βάπτισμα ... ἔ. φωτεινόν Cyr.H.Procatech.16.
2 disfraz, apariencia ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων Eu.Matt.7.15, ἔ. τῆς ἀσεβείας ἐστὶν αὐτοῖς ἡ φιλία τοῦ γράμματος el amor a la letra les sirve (a los judíos) de disfraz de la impiedad Gr.Naz.M.36.136B.
3 medic. envoltura τῶν ὀστῶν del periostio, Gal.19.367, σχῆμα στερεὸν ... τὸ σπλάγχνον διὰ τὸ πλατυκὸν τοῦ ἐνδύματος del pericardio, Hp.Cord.8.