ἐκτρύπημα: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(6_22) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτρύπημα''': τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν [[αὐτοῦ]] διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη [[τρῦπα]], Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16. | |lstext='''ἐκτρύπημα''': τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν [[αὐτοῦ]] διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη [[τρῦπα]], Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[hueco perforado]] en el muro, Ph.<i>Mech</i>.92.16.<br /><b class="num">2</b> plu. [[serrín]], [[virutas]] que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.<i>HP</i> 5.6.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A dust made by boring, Thphr.HP5.6.3. II pl., holes made in a wall, Ph.Bel.92.16.
German (Pape)
[Seite 783] τό, das Ausgebohrte, Bohrspäne, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρύπημα: τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν αὐτοῦ διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη τρῦπα, Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 hueco perforado en el muro, Ph.Mech.92.16.
2 plu. serrín, virutas que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.HP 5.6.3.