ἐγκλύζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_14)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκλύζω''': μέλλ., -ύσω, [[πλύνω]] τὸ ἐσωτερικόν τινος, [[ἕτερος]] δὲ καθαίρει τῶν ἐγκοιλίων ἕκαστον ἐγκλύζων οἴνῳ φοινικείῳ καὶ θυμιάματι, περὶ τῶν ταριχευτῶν ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 91. 2) [[θεραπεύω]] διὰ κλυσμάτων, ἐγκλύζουσι τοὺς ἰσχιδιακοὺς Διοσκ. 4. 158. ‒ Παθ., τίθεμαι ὡς [[κλύσμα]], ὁ αὐτ. 1. 101, κτλ.
|lstext='''ἐγκλύζω''': μέλλ., -ύσω, [[πλύνω]] τὸ ἐσωτερικόν τινος, [[ἕτερος]] δὲ καθαίρει τῶν ἐγκοιλίων ἕκαστον ἐγκλύζων οἴνῳ φοινικείῳ καὶ θυμιάματι, περὶ τῶν ταριχευτῶν ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 91. 2) [[θεραπεύω]] διὰ κλυσμάτων, ἐγκλύζουσι τοὺς ἰσχιδιακοὺς Διοσκ. 4. 158. ‒ Παθ., τίθεμαι ὡς [[κλύσμα]], ὁ αὐτ. 1. 101, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[lavar]], [[bañar]] τὸν ἔνδεσμον en un proceso metalúrgico, Dsc.5.75.8.<br /><b class="num">II</b> medic.<br /><b class="num">1</b> [[hay que limpiar por dentro]] τὸ [[ἕλκος]] Archig.69L., οἴνῳ en el proceso de momificación, D.S.1.91 (var.).<br /><b class="num">2</b> [[administrar con clister]] [[ἔλαιον]] θερμὸν ἐς τὰς ὑστέρας Hp.<i>Mul</i>.2.131<br /><b class="num">•</b>c. ac. del paciente [[administrar una lavativa a]] τούτῳ ἔγκλυζε τὸν πάσχοντα Gal.13.296, cf. Dsc.4.154, en v. pas. Dsc.1.73.3, <i>Eup</i>.1.197.
}}
}}

Revision as of 12:02, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκλύζω Medium diacritics: ἐγκλύζω Low diacritics: εγκλύζω Capitals: ΕΓΚΛΥΖΩ
Transliteration A: enklýzō Transliteration B: enklyzō Transliteration C: egklyzo Beta Code: e)gklu/zw

English (LSJ)

fut. -ύσω,

   A rinse the inside of a thing, οἴνῳ with wine, D.S. 1.91.    2 soak, Dsc.5.75.    3 treat by clysters, τινά Id.4.154:— Pass., to be administered as a clyster or injection, Id.1.73, Eup.1.197, etc.

German (Pape)

[Seite 708] 1) inwendig ausspülen mit einem Klystier, Medic.; D. Sic. 1, 91. – 2) Einem ein Klystier beibringen, τινί, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκλύζω: μέλλ., -ύσω, πλύνω τὸ ἐσωτερικόν τινος, ἕτερος δὲ καθαίρει τῶν ἐγκοιλίων ἕκαστον ἐγκλύζων οἴνῳ φοινικείῳ καὶ θυμιάματι, περὶ τῶν ταριχευτῶν ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 91. 2) θεραπεύω διὰ κλυσμάτων, ἐγκλύζουσι τοὺς ἰσχιδιακοὺς Διοσκ. 4. 158. ‒ Παθ., τίθεμαι ὡς κλύσμα, ὁ αὐτ. 1. 101, κτλ.

Spanish (DGE)

I lavar, bañar τὸν ἔνδεσμον en un proceso metalúrgico, Dsc.5.75.8.
II medic.
1 hay que limpiar por dentro τὸ ἕλκος Archig.69L., οἴνῳ en el proceso de momificación, D.S.1.91 (var.).
2 administrar con clister ἔλαιον θερμὸν ἐς τὰς ὑστέρας Hp.Mul.2.131
c. ac. del paciente administrar una lavativa a τούτῳ ἔγκλυζε τὸν πάσχοντα Gal.13.296, cf. Dsc.4.154, en v. pas. Dsc.1.73.3, Eup.1.197.