γογγυλίς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_12)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γογγῠλίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] λαχάνου μὲ στρογγυλοειδῆ τὴν ῥίζαν· «δαυκί», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476, πρβλ. Κωμικοὺς παρ’ Ἀθην. 369· γογγυλίδια, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ γογγυλίδας παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 116, Γαλην. Λεξ. σ. 454.
|lstext='''γογγῠλίς''': -ίδος, ἡ, [[εἶδος]] λαχάνου μὲ στρογγυλοειδῆ τὴν ῥίζαν· «δαυκί», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476, πρβλ. Κωμικοὺς παρ’ Ἀθην. 369· γογγυλίδια, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ γογγυλίδας παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 116, Γαλην. Λεξ. σ. 454.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γογγῠλίς) -ίδος, ἡ<br />bot. [[naba]], [[nabo redondo]], [[Brassica rapa L.]], o [[nabo]], [[Brassica rapus L.]], utilizado en dietas γογγυλίδας διέφθους Hp.<i>Int</i>.40, cf. <i>Vict</i>.2.54, ὀπτήσιμον γογγυλίδα Eub.3, γογγυλίδων ἐσκευασμένων ἐν ἅλμῃ πέντε μάριες Polyaen.4.3.32, cf. Mnesith.Ath.25.7, Nic.<i>Fr</i>.70.9, <i>POxy</i>.736.5 (I d.C.), Aret.<i>CD</i> 1.2.17, vendido en el ágora de Atenas, Ar.<i>Fr</i>.581.6, Eub.74.3, Κηφισιακαῖσι γογγυλίσιν ὅμοια πανύ Crates Com.30, semejante al rábano, Speus.24, <i>PHib</i>.121.55, <i>PPetr</i>.3.53(m).7 (ambos III a.C.), <i>SB</i> 12577.12 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>sobre la diferencia entre una planta fem. y otra masc., Thphr.<i>HP</i> 7.4.3, Posidon.70, Dsc.5.20, Colum.10.421, D.C.<i>Epit</i>.9.2.15.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγῠλίς Medium diacritics: γογγυλίς Low diacritics: γογγυλίς Capitals: ΓΟΓΓΥΛΙΣ
Transliteration A: gongylís Transliteration B: gongylis Transliteration C: goggylis Beta Code: gogguli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A turnip, Brassica Rapa, Ar.Fr.569.6, Eub.4 (pl., Id.74), Speus. ap. Ath.9.369b, Thphr.HP7.4.3, PPetr.3p.152 (iii B. C.), Dsc.5.20, POxy.736.5 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 500] ἡ, s. γογγύλη.

Greek (Liddell-Scott)

γογγῠλίς: -ίδος, ἡ, εἶδος λαχάνου μὲ στρογγυλοειδῆ τὴν ῥίζαν· «δαυκί», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476, πρβλ. Κωμικοὺς παρ’ Ἀθην. 369· γογγυλίδια, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ γογγυλίδας παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 116, Γαλην. Λεξ. σ. 454.

Spanish (DGE)

(γογγῠλίς) -ίδος, ἡ
bot. naba, nabo redondo, Brassica rapa L., o nabo, Brassica rapus L., utilizado en dietas γογγυλίδας διέφθους Hp.Int.40, cf. Vict.2.54, ὀπτήσιμον γογγυλίδα Eub.3, γογγυλίδων ἐσκευασμένων ἐν ἅλμῃ πέντε μάριες Polyaen.4.3.32, cf. Mnesith.Ath.25.7, Nic.Fr.70.9, POxy.736.5 (I d.C.), Aret.CD 1.2.17, vendido en el ágora de Atenas, Ar.Fr.581.6, Eub.74.3, Κηφισιακαῖσι γογγυλίσιν ὅμοια πανύ Crates Com.30, semejante al rábano, Speus.24, PHib.121.55, PPetr.3.53(m).7 (ambos III a.C.), SB 12577.12 (III d.C.)
sobre la diferencia entre una planta fem. y otra masc., Thphr.HP 7.4.3, Posidon.70, Dsc.5.20, Colum.10.421, D.C.Epit.9.2.15.