ἀπαράγωγος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(6_18)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαράγωγος''': -ον, ὁ μὴ παρασυρόμενος, [[σταθερός]], [[διαρκής]], δι’ ὧν τὸ μόνιμον καὶ ἀπαράγωγον τῆς ἀρετῆς ἐπισφραγίζεται Ἱεροκλ. π. Προνοίας 158. - Ἐπίρρ. -γως ὁ αὐτ.
|lstext='''ἀπαράγωγος''': -ον, ὁ μὴ παρασυρόμενος, [[σταθερός]], [[διαρκής]], δι’ ὧν τὸ μόνιμον καὶ ἀπαράγωγον τῆς ἀρετῆς ἐπισφραγίζεται Ἱεροκλ. π. Προνοίας 158. - Ἐπίρρ. -γως ὁ αὐτ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser desviado]], [[recto]] τὸ ἀ. τῆς ἀρετής Hierocl.<i>in CA</i> 13.16.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin desviarse]] φυλάξαι Hierocl.<i>in CA</i> 8.2.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράγωγος Medium diacritics: ἀπαράγωγος Low diacritics: απαράγωγος Capitals: ΑΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: aparágōgos Transliteration B: aparagōgos Transliteration C: aparagogos Beta Code: a)para/gwgos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον,

   A not to be turned aside, Hierocl.inCA13p.450M. Adv. -γως ib.8p.431M.

German (Pape)

[Seite 279] nicht abzulenken, standhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράγωγος: -ον, ὁ μὴ παρασυρόμενος, σταθερός, διαρκής, δι’ ὧν τὸ μόνιμον καὶ ἀπαράγωγον τῆς ἀρετῆς ἐπισφραγίζεται Ἱεροκλ. π. Προνοίας 158. - Ἐπίρρ. -γως ὁ αὐτ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser desviado, recto τὸ ἀ. τῆς ἀρετής Hierocl.in CA 13.16.
2 adv. -ως sin desviarse φυλάξαι Hierocl.in CA 8.2.