ἀναρίτης: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(6_3) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνᾱρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[νηρείτης]], Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. [[νηριτοτρόφος]]. - «[[ζῷον]] κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀνᾱρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[νηρείτης]], Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. [[νηριτοτρόφος]]. - «[[ζῷον]] κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀνᾱρίτης) v. [[ἀνηρίτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A = νηρείτης, Ibyc.22, Epich.42, cf. 114, Herod. 11 (ἀνηρ-). (ῑ not ει acc. to Hdn.Gr.2.475.)
German (Pape)
[Seite 205] ὁ, eine Meerschnecke, Ibyc. frg. 34; Ath. III, 86 b; auch νηρίτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾱρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = νηρείτης, Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. νηριτοτρόφος. - «ζῷον κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
(ἀνᾱρίτης) v. ἀνηρίτης.