ἀποζέω: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(6_13b) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποζέω''': μέλλ. -ζέσω, [[βράζω]] ἕως οὗ ἐκχυθῇ [[ἀφρός]], Ἱππ. 407. 3, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 9. 2) ἀμεταβ., δὲν [[βράζω]] πλέον, δὲν εὑρίσκομαι ἐν ζυμώσει, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ». 6. | |lstext='''ἀποζέω''': μέλλ. -ζέσω, [[βράζω]] ἕως οὗ ἐκχυθῇ [[ἀφρός]], Ἱππ. 407. 3, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 9. 2) ἀμεταβ., δὲν [[βράζω]] πλέον, δὲν εὑρίσκομαι ἐν ζυμώσει, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ». 6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>tr. [[hervir]] σίλουρον ἢ λεβίαν Diph.17.9, κρέα ... ἀποζέσαντες <i>IG</i> 12(7).515.78 (Amorgos).<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[fermentar]] ἡ ληνὸς πεμπταία ἀπέζεσεν <i>BGU</i> 1549 (III a.C.), cf. 1550<br /><b class="num">•</b>fig. οἶνον τὸν νέον πολλή 'στ' [[ἀνάγκη]] καὶ τὸν ἄνδρ' ἀποζέσαι Alex.45.3.<br /><b class="num">2</b> fig. [[cesar de fermentar]], [[de bullir]] las pasiones, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.56.12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
A boil till the scum is thrown off, Hp.Acut.(Sp.)63, Diph.17.9; simply, boil, κρέα IG12(7).515.78 (Amorgos). 2 intr., cease boiling or fermenting: metaph., Alex.45.3.
German (Pape)
[Seite 302] (s. ζέΕω), 1) abkochen, Hippocr.; ἀποζέσας σίλουρον Diphil. Ath. IV, 132 d. – 2) zu sieden aufhören, vom Weine, ausgähren, οἶνον τὸν νέον – καὶ τὸν ἄνδρα ἀποζέσαι Alexis Stob. Floril. 115, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποζέω: μέλλ. -ζέσω, βράζω ἕως οὗ ἐκχυθῇ ἀφρός, Ἱππ. 407. 3, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 9. 2) ἀμεταβ., δὲν βράζω πλέον, δὲν εὑρίσκομαι ἐν ζυμώσει, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ». 6.
Spanish (DGE)
I 1tr. hervir σίλουρον ἢ λεβίαν Diph.17.9, κρέα ... ἀποζέσαντες IG 12(7).515.78 (Amorgos).
II intr.
1 fermentar ἡ ληνὸς πεμπταία ἀπέζεσεν BGU 1549 (III a.C.), cf. 1550
•fig. οἶνον τὸν νέον πολλή 'στ' ἀνάγκη καὶ τὸν ἄνδρ' ἀποζέσαι Alex.45.3.
2 fig. cesar de fermentar, de bullir las pasiones, Gr.Nyss.V.Mos.56.12.