ἀνάπραξις: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_9)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπραξις''': ἡ, [[ἀπαίτησις]] καὶ [[εἴσπραξις]] χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ [[ἐκδάνεισις]] καὶ [[ἀνάπραξις]] τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... [[καθώς]] κα δοκῇ βουλᾷ [[καλῶς]] ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.
|lstext='''ἀνάπραξις''': ἡ, [[ἀπαίτησις]] καὶ [[εἴσπραξις]] χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ [[ἐκδάνεισις]] καὶ [[ἀνάπραξις]] τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... [[καθώς]] κα δοκῇ βουλᾷ [[καλῶς]] ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[exacción]] δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου <i>IG</i> 9(1).694.10 (Corcira), abs. <i>IG</i> 4.558.10 (Argos I a.C.).
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπραξις Medium diacritics: ἀνάπραξις Low diacritics: ανάπραξις Capitals: ΑΝΑΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: anápraxis Transliteration B: anapraxis Transliteration C: anapraksis Beta Code: a)na/pracis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A exaction of a debt or penalty, δανείων D.H.6.1; τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.10 (Corcyra).

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, Eintreibung einer Schuld, Einforderung, Dion. Hal. 6, 1, öfter; Inscr. 1845.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπραξις: ἡ, ἀπαίτησις καὶ εἴσπραξις χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ ἐκδάνεισις καὶ ἀνάπραξις τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... καθώς κα δοκῇ βουλᾷ καλῶς ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
exacción δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου IG 9(1).694.10 (Corcira), abs. IG 4.558.10 (Argos I a.C.).