ἀνάπραξις

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπραξις Medium diacritics: ἀνάπραξις Low diacritics: ανάπραξις Capitals: ΑΝΑΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: anápraxis Transliteration B: anapraxis Transliteration C: anapraksis Beta Code: a)na/pracis

English (LSJ)

-εως, ἡ, exaction of a debt or penalty, δανείων D.H.6.1; τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.10 (Corcyra).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
exacción δανείων D.H.6.1, τοῦ ἀργυρίου IG 9(1).694.10 (Corcira), abs. IG 4.558.10 (Argos I a.C.).

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, Eintreibung einer Schuld, Einforderung, Dion. Hal. 6, 1, öfter; Inscr. 1845.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπραξις: ἡ, ἀπαίτησις καὶ εἴσπραξις χρέους ἢ προστίμου, δανείων Διον. Ἁλ. 6. 1· ἁ ἐκδάνεισις καὶ ἀνάπραξις τοῦ ἀργυρίου γινέσθω ... καθώς κα δοκῇ βουλᾷ καλῶς ἔχειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 10.

Greek Monolingual

ἀνάπραξις (-εως), η (Α) ἀναπράσσω
είσπραξη χρέους ή προστίμου.