ἀποκολλάω: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6_4) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκολλάω''': «ξεκολλῶ», [[διαχωρίζω]], [[διαλύω]], Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Φράβιδος, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch 82: ἀφαιρῶ τι, ἀποσπῶ, τί τινος Εὐστ. 854. 33. | |lstext='''ἀποκολλάω''': «ξεκολλῶ», [[διαχωρίζω]], [[διαλύω]], Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Φράβιδος, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch 82: ἀφαιρῶ τι, ἀποσπῶ, τί τινος Εὐστ. 854. 33. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[deshacer]], [[despegar]] εἰ ... ἰσχυρότερόν τε εἴη ὃ ἀποκολλᾶται Gal.18(1).481<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. ἀποκολλήθητι ἐκ τοῦ τόπου dicho de una esfinge en relieve <i>A.Andr.et Matt</i>.13<br /><b class="num">•</b>fig. [[caerse a pedazos]] τό γε σῶμα διαλυόμενον ἤδη καὶ ἀποκολλώμενον Eun.<i>Hist</i>.69.2.<br /><b class="num">2</b> [[arrancar]] τῶν πλευρῶν τὴν ἐπιπολήν Eust.854.33. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
A unglue, dissolve, Gal.18(1).481 (Pass.): metaph., σῶμα διαλυόμενον ἤδη καὶ ἀποκολλώμενον, Eun.Hist.p.264D.; strip off, τί τινος Eust.854.33.
German (Pape)
[Seite 307] losleimen; med., aus dem Leim gehen, neben διαλύομαι, Sp., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκολλάω: «ξεκολλῶ», διαχωρίζω, διαλύω, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Φράβιδος, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch 82: ἀφαιρῶ τι, ἀποσπῶ, τί τινος Εὐστ. 854. 33.
Spanish (DGE)
1 deshacer, despegar εἰ ... ἰσχυρότερόν τε εἴη ὃ ἀποκολλᾶται Gal.18(1).481
•en v. med.-pas. ἀποκολλήθητι ἐκ τοῦ τόπου dicho de una esfinge en relieve A.Andr.et Matt.13
•fig. caerse a pedazos τό γε σῶμα διαλυόμενον ἤδη καὶ ἀποκολλώμενον Eun.Hist.69.2.
2 arrancar τῶν πλευρῶν τὴν ἐπιπολήν Eust.854.33.