ἄπαυστος: Difference between revisions
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(Bailly1_1) |
(big3_5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />incessant, sans fin.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παύω]]. | |btext=ος, ον :<br />incessant, sans fin.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παύω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no cesa]], [[inacabable]], [[que no tiene fin]] (ἐόν) ἄναρχον ἄπαυστον (el Ser) sin principio ni fin</i> Parm.B 8.27, αἰών A.<i>Supp</i>.574, [[βίος]] Pl.<i>Ti</i>.36e, ἄτα S.<i>Ai</i>.1186, ἄ. καὶ ἀθάνατον αὐτὴν (φοράν) Pl.<i>Cra</i>.417c, σταγών E.<i>Supp</i>.82, κυκλική Thphr.<i>Metaph</i>.5, ἕξις Plu.2.159d, cf. Procl.<i>Inst</i>.206<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. ἐψιθύριζον ἄπαυστα Rom.Mel.7.εʹ.3.<br /><b class="num">2</b> [[insaciable]] [[δίψα]] Th.2.49, γνάθοι Antiph.237.4, ἄ. ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inacabablemente]], [[eternamente]] δι' αἰῶνος Arist.<i>Mu</i>.391<sup>b</sup>18, cf. Corn.<i>ND</i> 34, <i>PMasp</i>.19.27 (VI d.C.), ref. al infierno καταδίκην τοῦ πυρὸς ἄ. κολάζεσθαι Iust.Phil.<i>Dial</i>.45.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unceasing, never-ending, Parm.8.27; αἰών A.Supp. 574 (lyr.); βίος Pl.Ti.36e; ἄτα S.Aj.1187 (lyr.); ἄ. καὶ ἀθάνατος φορά Pl.Cra.417c, etc. Adv. -τως Arist.Mu.391b18, Corn.ND34. 2 not to be stopped or assuaged, insatiable, δίψα Th.2.49; γνάθοι Antiph. 237.4; ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1. II c. gen., never ceasing from, γόων E.Supp.82 (lyr.).—Cf. ἄπαυτος.
German (Pape)
[Seite 283] nicht zu beruhigen, unaufhörlich, δίψα Thuc. 2, 49; endlos, αἰών Aesch. Suppl. 569; ἄτη Soph. Ai. 1166; γόων, nicht ablassend mit, Eur. Suppl. 93; in Prosa, βίος Plat. Tim. 36 e; καὶ ἀθάνατος Crat. 417 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαυστος: -ον, ἀδιάκοπος, συνεχής, ἀκατάπαυστος, Παρμεν. Ἀποσπ. 82· αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 573· βίος Πλάτ. Τίμ. 36E· ἄτα Σοφ. Αἴ. 1186· ἀπ. καὶ ἀθάνατος φορὰ Πλάτ. Κρατ. 417C, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 2. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ ἢ ἱκανοποιήση, ἀκόρεστος, δίψα Θουκ. 2. 49· γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. μετὰ γεν., ὁ μηδέποτε παυόμενος, ἢ καταστελλόμενος, ἀκόρεστος, γόων Εὐρ. Ἱκ. 82.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: ἀ, παύω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no cesa, inacabable, que no tiene fin (ἐόν) ἄναρχον ἄπαυστον (el Ser) sin principio ni fin Parm.B 8.27, αἰών A.Supp.574, βίος Pl.Ti.36e, ἄτα S.Ai.1186, ἄ. καὶ ἀθάνατον αὐτὴν (φοράν) Pl.Cra.417c, σταγών E.Supp.82, κυκλική Thphr.Metaph.5, ἕξις Plu.2.159d, cf. Procl.Inst.206
•neutr. plu. como adv. ἐψιθύριζον ἄπαυστα Rom.Mel.7.εʹ.3.
2 insaciable δίψα Th.2.49, γνάθοι Antiph.237.4, ἄ. ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.
II adv. -ως inacabablemente, eternamente δι' αἰῶνος Arist.Mu.391b18, cf. Corn.ND 34, PMasp.19.27 (VI d.C.), ref. al infierno καταδίκην τοῦ πυρὸς ἄ. κολάζεσθαι Iust.Phil.Dial.45.4.