ἀναύχην: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_6) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναύχην''': -ενος, ὁ, ἡ, [[ἄνευ]] αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6. | |lstext='''ἀναύχην''': -ενος, ὁ, ἡ, [[ἄνευ]] αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ενος<br />[[sin cuello]] κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' [[ἀναύχην]] Call.<i>Fr</i>.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A without neck or throat, Emp.57.
German (Pape)
[Seite 212] ohne Hals, Empedocl. 219.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἄνευ αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6.
Spanish (DGE)
-ενος
sin cuello κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.B 57, ὄφις ... αὐχέν' ἀναύχην Call.Fr.575, θήρ Gr.Naz.M.37.1559A.