διαπόρφυρος: Difference between revisions
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(6_16) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπόρφῠρος''': -ον, [[ἀνάμικτος]] μὲ πορφύραν, [[ὑποπόρφυρος]], Διοσκ. 1. 10, Μέλισσα (Gale’s Opusc. σ. 749). | |lstext='''διαπόρφῠρος''': -ον, [[ἀνάμικτος]] μὲ πορφύραν, [[ὑποπόρφυρος]], Διοσκ. 1. 10, Μέλισσα (Gale’s Opusc. σ. 749). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[de color púrpura]], [[teñido de púrpura]]de un vestido, Pythag.<i>Ep</i>.3.1, de plantas [[ἄνθη]] ... διαπόρφυρα Dsc.1.11, δρακόντιον ... διαπόρφυρον τοῖς σπίλοις Dsc.2.166, cf. Orib.11.δ.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A shot with purple, ἄνθη Dsc.1.11; ἐσθάς Melissa Ep.1.
German (Pape)
[Seite 597] mit Purpur untermischt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόρφῠρος: -ον, ἀνάμικτος μὲ πορφύραν, ὑποπόρφυρος, Διοσκ. 1. 10, Μέλισσα (Gale’s Opusc. σ. 749).
Spanish (DGE)
-ον
de color púrpura, teñido de púrpurade un vestido, Pythag.Ep.3.1, de plantas ἄνθη ... διαπόρφυρα Dsc.1.11, δρακόντιον ... διαπόρφυρον τοῖς σπίλοις Dsc.2.166, cf. Orib.11.δ.11.