δυσδιάκριτος: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(Bailly1_2) |
(big3_12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à discerner, à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διακρίνω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à discerner, à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διακρίνω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de distinguir]], [[indistinguible]] δ. ἐστι τὸ ... γένος Clytus 1, τὰ νότια μέρη ... δυσδιάκριτα εἶναι, παραπίπτοντα εἰς ἄλληλα Str.13.4.12, τὰ τοῦ θεοῦ ἴδια Corn.<i>ND</i> 31, ἡ δὲ ([[διάθεσις]]) μετὰ τοῦ πεπληρῶσθαι δ. ἐστιν Gal.7.332, cf. 8.386, πάντα ὅμοια καὶ δυσδιάκριτα Fauorin.<i>de Ex</i>.15.31, δυσδιάκριτον ποιεῖ τὴν βάσιν Aristid.Quint.51.21, τὸ πρᾶγμα Chrys.M.57.198, cf. Simp.<i>in de An</i>.14.12, τὸ δ' ὅμοιον ἐν τῷ ὁμοίῳ δ. Phlp.<i>in Mete</i>.74.23, c. ἀπό y gen. ὁ μὲν οὐσιώδης ... δ. ἀπὸ τῆς οὐσίας ἐστίν Simp.<i>in Ph</i>.638.26, c. dat. δ. ἐστι ταῖς ἀκοαῖς ἡ ἐξαλλαγὴ τοῦ μέλους Porph.<i>in Harm</i>.170.28, c. rég. de interr. indir. ὅθεν καὶ δυσδιάκριτόν ἐστι τῷ πίνοντι πότερον [[γάλα]] ἐστὶν ἢ οὔ Sch.Nic.<i>Al</i>.376b.<br /><b class="num">2</b> de litigantes [[cuyo caso es difícil de fallar]] D.S.33.28b<br /><b class="num">•</b>[[difícil de juzgar o discernir]] προβλήματα ... ἐν οἷς δ. τοῦ πιθανωτέρου ἡ εὕρεσις Basil.M.31.401B.<br /><b class="num">3</b> medic. [[difícil de digerir]] ποτάμιοι (ἰχθύες) Xenocr.6.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[con dificultad de interpretación]] glos. a δυσκρίτως Sch.A.<i>Pr</i>.662S. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to distinguish, Str.13.4.12, Clytus 1; ἀξίαι Plu. 2.617 d; δ. ἀπό . . Corn.ND31. II of litigants, whose case is hard to decide, D.S.33.28a. III hard to digest, Xenocr.9.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu beurtheilen, zu unterscheiden, Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιάκρῐτος: -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à discerner, à distinguer.
Étymologie: δυσ-, διακρίνω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de distinguir, indistinguible δ. ἐστι τὸ ... γένος Clytus 1, τὰ νότια μέρη ... δυσδιάκριτα εἶναι, παραπίπτοντα εἰς ἄλληλα Str.13.4.12, τὰ τοῦ θεοῦ ἴδια Corn.ND 31, ἡ δὲ (διάθεσις) μετὰ τοῦ πεπληρῶσθαι δ. ἐστιν Gal.7.332, cf. 8.386, πάντα ὅμοια καὶ δυσδιάκριτα Fauorin.de Ex.15.31, δυσδιάκριτον ποιεῖ τὴν βάσιν Aristid.Quint.51.21, τὸ πρᾶγμα Chrys.M.57.198, cf. Simp.in de An.14.12, τὸ δ' ὅμοιον ἐν τῷ ὁμοίῳ δ. Phlp.in Mete.74.23, c. ἀπό y gen. ὁ μὲν οὐσιώδης ... δ. ἀπὸ τῆς οὐσίας ἐστίν Simp.in Ph.638.26, c. dat. δ. ἐστι ταῖς ἀκοαῖς ἡ ἐξαλλαγὴ τοῦ μέλους Porph.in Harm.170.28, c. rég. de interr. indir. ὅθεν καὶ δυσδιάκριτόν ἐστι τῷ πίνοντι πότερον γάλα ἐστὶν ἢ οὔ Sch.Nic.Al.376b.
2 de litigantes cuyo caso es difícil de fallar D.S.33.28b
•difícil de juzgar o discernir προβλήματα ... ἐν οἷς δ. τοῦ πιθανωτέρου ἡ εὕρεσις Basil.M.31.401B.
3 medic. difícil de digerir ποτάμιοι (ἰχθύες) Xenocr.6.
II adv. -ως con dificultad de interpretación glos. a δυσκρίτως Sch.A.Pr.662S.