ἀπειρολογία: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_9) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπειρολογία''': ἡ, ([[λόγος]]) [[ἀπεραντολογία]], ὑπερβολική [[πολυλογία]], Σεξτ. Ἐμπ. Π. 2. 151· ἀλλ’ ἀπειρόλογος, ον, ὁ μὴ πεπειραμένος εἰς τὸ λέγειν, μὴ ἐξησκημένος εἰς τὴν χρῆσιν λέξεων. Ἐπιφαν. Ὁμιλ. ἐν ἑορ. Βαΐων σ. 256, Εὐλόγ. 2921Α. | |lstext='''ἀπειρολογία''': ἡ, ([[λόγος]]) [[ἀπεραντολογία]], ὑπερβολική [[πολυλογία]], Σεξτ. Ἐμπ. Π. 2. 151· ἀλλ’ ἀπειρόλογος, ον, ὁ μὴ πεπειραμένος εἰς τὸ λέγειν, μὴ ἐξησκημένος εἰς τὴν χρῆσιν λέξεων. Ἐπιφαν. Ὁμιλ. ἐν ἑορ. Βαΐων σ. 256, Εὐλόγ. 2921Α. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ [[discusión interminable]] S.E.<i>P</i>.2.151. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (λόγος)
A interminable argument, S.E. P.2.151(pl.), prob. l. in Phld.Rh.1.7S.
German (Pape)
[Seite 285] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρολογία: ἡ, (λόγος) ἀπεραντολογία, ὑπερβολική πολυλογία, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 2. 151· ἀλλ’ ἀπειρόλογος, ον, ὁ μὴ πεπειραμένος εἰς τὸ λέγειν, μὴ ἐξησκημένος εἰς τὴν χρῆσιν λέξεων. Ἐπιφαν. Ὁμιλ. ἐν ἑορ. Βαΐων σ. 256, Εὐλόγ. 2921Α.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ discusión interminable S.E.P.2.151.