διακριτικός: Difference between revisions
(6_10) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακριτικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διαιρεῖν, ἐξ οὗ ἡ διακριτικὴ ([[τέχνη]]), ᾗ ἀντιτίθεται ἡ συγκριτικὴ (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 282Β κ.ἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7, 117. 2) ἱκανὸς εἰς τὸ διακρίνειν, δ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙ. παθητ., διακεκριμένος, κεχωρισμένος, ἀντίθετ. [[συγκριτικός]], Ἀριστοτ. Μεταφ. 9.7, 7. | |lstext='''διακριτικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διαιρεῖν, ἐξ οὗ ἡ διακριτικὴ ([[τέχνη]]), ᾗ ἀντιτίθεται ἡ συγκριτικὴ (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 282Β κ.ἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7, 117. 2) ἱκανὸς εἰς τὸ διακρίνειν, δ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙ. παθητ., διακεκριμένος, κεχωρισμένος, ἀντίθετ. [[συγκριτικός]], Ἀριστοτ. Μεταφ. 9.7, 7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[separador]], [[diferenciador]], [[δίχα]] τέμνοντες τὴν ταλασιουργίαν διακριτικῷ τε καὶ συγκριτικῷ τμήματι dividiendo el trabajo de la lana en dos: una parte de separación y otra de unión</i> Pl.<i>Plt</i>.282c<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. (<i>sc</i>. τέχνη) [[el (arte) de separar]] como una de las labores básicas en los diferentes oficios, Pl.<i>Sph</i>.226c, en el trabajo de la lana, Pl.<i>Plt</i>.282b<br /><b class="num">•</b>[[disgregador]], [[disociador]] c. gen. ἡ κρᾶσις ... δριμεῖα ... διακριτικὴ τοῦ ὀρρώδους Gal.19.696.<br /><b class="num">2</b> [[susceptible de diversificar o crear distinciones]], [[diferenciador]] ref. a las causas de la sensación [[capaz de crear o apreciar matices]] δ. χρῶμα del color blanco, que permite la diferenciación en colores, por op. al negro, Arist.<i>Metaph</i>.057<sup>b</sup>10, del sabor dulce δ. τῆς ἐν τῇ γλώττῃ συμφύτου ὑγρότητος Thphr.<i>CP</i> 6.1.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. τῆς ὄψεως λευκόν lo que crea diferencias en el rayo visual (llamamos color) blanco</i> Pl.<i>Ti</i>.67e, cf. 60a<br /><b class="num">•</b>de los elementos que producen la sensación de calor, Simp.<i>in Cael</i>.564.28 (= Democr.A 120)<br /><b class="num">•</b>lingüíst. [[que distingue]] τὰ τῶν τριῶν γενῶν διακριτικά (ὀνόματα) A.D.<i>Pron</i>.12.16.<br /><b class="num">3</b> [[que posee capacidad de discernimiento]] ἀνὴρ πνευματοφόρος καὶ δ. Pall.<i>H.Laus</i>.11.5, τὸ δὲ τῶν ἡδέων ... ἀπέχεσθαι ... διακριτικώτατον Diad.<i>Perf</i>.44<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[capacidad de discernimiento o interpretación]] μήπω γὰρ τὸ δ. ἔχοντες φεύξονται ἡμᾶς <i>Hom.Clem</i>.2.39, ἔχον καὶ τὸ δ. τῆς θείας γραφῆς Marc.Diac.<i>V.Porph</i>.8<br /><b class="num">•</b>[[capacidad de distinguir]] οἱ κύνες ... ἔχουσι τι ... διακριτικόν Ps.Nonn.<i>Comm.in Or</i>.4.25.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[separadamente]] δ. φακοὶ μετὰ φακῶν τάσσονται Democr.B 164.<br /><b class="num">2</b> [[distintamente]] οὐκ [[ἄρα]] συγκριτικῶς ἐλέχθη τὸ «κρείττων», ἀλλὰ δ. Ath.Al.M.26.128C. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A piercing, penetrating, opp. compressing (συγκριτικός), Pl.Ti.67e; χρῶμα Arist.Metaph. 1057b8. 2 separative, ἡ -κή, opp. ἡ συγκριτική (q.v.), Pl.Plt. 282b sqq. Adv. -κῶς Democr.164. II able to distinguish, τῆς οὐσίας Pl.Cra.388c; ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.Def.411c: abs., Luc. Herm.69.
German (Pape)
[Seite 584] ή, όν, zum Unterscheiden geschickt; ἡ δ., die Kunst zu unterscheiden, Plat. Polit. 282 b; Soph. 231 b. Ggstz συγκριτικός, Polit. 282 c u. Sp. – Adv., διακριτικῶς, = getrennt, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
διακριτικός: -ή, -όν, ἱκανός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ διαιρεῖν, ἐξ οὗ ἡ διακριτικὴ (τέχνη), ᾗ ἀντιτίθεται ἡ συγκριτικὴ (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 282Β κ.ἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7, 117. 2) ἱκανὸς εἰς τὸ διακρίνειν, δ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙ. παθητ., διακεκριμένος, κεχωρισμένος, ἀντίθετ. συγκριτικός, Ἀριστοτ. Μεταφ. 9.7, 7.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1separador, diferenciador, δίχα τέμνοντες τὴν ταλασιουργίαν διακριτικῷ τε καὶ συγκριτικῷ τμήματι dividiendo el trabajo de la lana en dos: una parte de separación y otra de unión Pl.Plt.282c
•subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) el (arte) de separar como una de las labores básicas en los diferentes oficios, Pl.Sph.226c, en el trabajo de la lana, Pl.Plt.282b
•disgregador, disociador c. gen. ἡ κρᾶσις ... δριμεῖα ... διακριτικὴ τοῦ ὀρρώδους Gal.19.696.
2 susceptible de diversificar o crear distinciones, diferenciador ref. a las causas de la sensación capaz de crear o apreciar matices δ. χρῶμα del color blanco, que permite la diferenciación en colores, por op. al negro, Arist.Metaph.057b10, del sabor dulce δ. τῆς ἐν τῇ γλώττῃ συμφύτου ὑγρότητος Thphr.CP 6.1.3
•subst. τὸ δ. τῆς ὄψεως λευκόν lo que crea diferencias en el rayo visual (llamamos color) blanco Pl.Ti.67e, cf. 60a
•de los elementos que producen la sensación de calor, Simp.in Cael.564.28 (= Democr.A 120)
•lingüíst. que distingue τὰ τῶν τριῶν γενῶν διακριτικά (ὀνόματα) A.D.Pron.12.16.
3 que posee capacidad de discernimiento ἀνὴρ πνευματοφόρος καὶ δ. Pall.H.Laus.11.5, τὸ δὲ τῶν ἡδέων ... ἀπέχεσθαι ... διακριτικώτατον Diad.Perf.44
•neutr. subst. τὸ δ. capacidad de discernimiento o interpretación μήπω γὰρ τὸ δ. ἔχοντες φεύξονται ἡμᾶς Hom.Clem.2.39, ἔχον καὶ τὸ δ. τῆς θείας γραφῆς Marc.Diac.V.Porph.8
•capacidad de distinguir οἱ κύνες ... ἔχουσι τι ... διακριτικόν Ps.Nonn.Comm.in Or.4.25.
II adv. -ῶς
1 separadamente δ. φακοὶ μετὰ φακῶν τάσσονται Democr.B 164.
2 distintamente οὐκ ἄρα συγκριτικῶς ἐλέχθη τὸ «κρείττων», ἀλλὰ δ. Ath.Al.M.26.128C.