αἱματικός: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
(6_11)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱματικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ [[αἷμα]] ἀνήκων· [[θερμότης]], Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 13, 27· [[ὑγρότης]], ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 4. 8, 13· [[τροφή]], ὕλη, ὁ αὐτ. Μορ. Ζ. 2. 6, 8., 3. 4, 3. ΙΙ = [[ἔναιμος]], ἐπὶ τῶν ἐχόντων [[αἷμα]] ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἄναιμος]], ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 1. 4, 2, Μορ. Ζ. 2. 1, 21, κτλ.
|lstext='''αἱματικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ [[αἷμα]] ἀνήκων· [[θερμότης]], Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 13, 27· [[ὑγρότης]], ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 4. 8, 13· [[τροφή]], ὕλη, ὁ αὐτ. Μορ. Ζ. 2. 6, 8., 3. 4, 3. ΙΙ = [[ἔναιμος]], ἐπὶ τῶν ἐχόντων [[αἷμα]] ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἄναιμος]], ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 1. 4, 2, Μορ. Ζ. 2. 1, 21, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[de la sangre]], [[propio de la sangre]] θερμότης Arist.<i>PA</i> 697<sup>a</sup>29, τροφή Arist.<i>PA</i> 652<sup>a</sup>21, ὕλη Arist.<i>PA</i> 665<sup>b</sup>6, ὑγρότης Arist.<i>GA</i> 777<sup>a</sup>7, χυμός Gal.13.332.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene sangre]] op. [[ἄναιμος]] de animales, Arist.<i>PA</i> 665<sup>b</sup>5, <i>HA</i> 489<sup>a</sup>25, τὸ ἧπαρ αἱματικώτατον Arist.<i>PA</i> 673<sup>b</sup>27.
}}
}}

Revision as of 12:09, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτικός Medium diacritics: αἱματικός Low diacritics: αιματικός Capitals: ΑΙΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: haimatikós Transliteration B: haimatikos Transliteration C: aimatikos Beta Code: ai(matiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of the blood, θερμότης Arist.PA697a29; ὑγρότης Id.GA777a7; τροφή, ὕλη, Id.PA652a21, 665b6; χυμός Gal.13.332.    II = ἔναιμος, of animals which have blood, opp. ἄναιμος, Arist.PA665b5, cf. HA489a25; τὸ ἧπαρ -κώτατον PA673b27.

Greek (Liddell-Scott)

αἱματικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ αἷμα ἀνήκων· θερμότης, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 13, 27· ὑγρότης, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 4. 8, 13· τροφή, ὕλη, ὁ αὐτ. Μορ. Ζ. 2. 6, 8., 3. 4, 3. ΙΙ = ἔναιμος, ἐπὶ τῶν ἐχόντων αἷμα ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄναιμος, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 1. 4, 2, Μορ. Ζ. 2. 1, 21, κτλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de la sangre, propio de la sangre θερμότης Arist.PA 697a29, τροφή Arist.PA 652a21, ὕλη Arist.PA 665b6, ὑγρότης Arist.GA 777a7, χυμός Gal.13.332.
2 que tiene sangre op. ἄναιμος de animales, Arist.PA 665b5, HA 489a25, τὸ ἧπαρ αἱματικώτατον Arist.PA 673b27.