ἀμφιμάρπτω: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_3) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιμάρπτω''': [[συναρπάζω]] τι [[πανταχόθεν]], ψηλαφῶ ἢ [[λαμβάνω]], πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 147, Ὀππ. Ἁλ. 5. 636, - κατὰ πρκμ. ἀμφιμέμαρπα. | |lstext='''ἀμφιμάρπτω''': [[συναρπάζω]] τι [[πανταχόθεν]], ψηλαφῶ ἢ [[λαμβάνω]], πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 147, Ὀππ. Ἁλ. 5. 636, - κατὰ πρκμ. ἀμφιμέμαρπα. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [perf. ἀμφιμέμαρφε Q.S.12.276]<br />[[agarrar]], [[asir por ambos lados]], [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] θεὰν ἔχεν ἀμφιμεμαρπτώς A.R.3.147, ἐριβριθῆ μολίβου χύσιν ἀμφιμεμαρπτώς Opp.<i>H</i>.5.636<br /><b class="num">•</b>[[rodear, apresar en un abrazo]] ἀμφὶ δέ μιν νὺξ μάρψεν Q.S.3.334, [[ἀλλά]] σε [[γῆρας]] ... ἀμφιμέμαρφε Q.S.l.c., cf. 3.614. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
only in pf. -μέμαρπα (
A -μέμαρφα Q.S.3.614), grasp all round, handle, A.R.3.147, Opp.H.5.636.
German (Pape)
[Seite 141] ringsum erfassen, perf. ἀμφιμεμαρπώς Ap. Rh. 3, 146; Opp. H. 5, 636; ἀμφιμέμαρφε Qu. Sm. 3, 614, wo wohl -μέμαρπε zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμάρπτω: συναρπάζω τι πανταχόθεν, ψηλαφῶ ἢ λαμβάνω, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 147, Ὀππ. Ἁλ. 5. 636, - κατὰ πρκμ. ἀμφιμέμαρπα.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἀμφιμέμαρφε Q.S.12.276]
agarrar, asir por ambos lados, ἔνθα καὶ ἔνθα θεὰν ἔχεν ἀμφιμεμαρπτώς A.R.3.147, ἐριβριθῆ μολίβου χύσιν ἀμφιμεμαρπτώς Opp.H.5.636
•rodear, apresar en un abrazo ἀμφὶ δέ μιν νὺξ μάρψεν Q.S.3.334, ἀλλά σε γῆρας ... ἀμφιμέμαρφε Q.S.l.c., cf. 3.614.