ἀμφοτερόπλοος: Difference between revisions
(6_19) |
(big3_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφοτερόπλοος''': -ον, συνηρ. -πλους, ουν, ὁ [[ἀμφοτέρωθεν]] πλευστός, γῆ [[Πολυδ]]. Θ΄. 18. 2) τὸ ἀμφοτερόπλουν (ἐνν. [[ἀργύριον]] ἢ [[δάνειον]]), ναυτοδάνειον ἐπὶ ὑποθηκεύσει τοῦ πλοίου, [[ὁπότε]] ὁ δανειστὴς διέτρεχε κίνδυνον διά τε τὴν ἄνοδον καὶ τὴν ἐπιστροφὴν ἢ κάθοδον, ἐδάνεισα Φορμίωνι κ΄ μνᾶς ἀμφοτερόπλουν εἰς τὸν Πόντον Δημ. 908. 20, κτλ.: - «Ὅταν τις ναυτικὸν δανείσῃ ἐπὶ τῷ καὶ [[ἐνθένδε]] πλεῦσαί ποι κἀκεῖθεν [[ἐνθάδε]], τοῦτο ἀμφοτερόπλουν καλεῖται» Ἁρποκρ.: - [[ὁπόταν]] δὲ διέτρεχε κίνδυνον μόνον διὰ τὴν ἄνοδον τοῦ πλοίου, ἡ [[λέξις]] ἣν μετεχειρίζοντο ἦτο ἑτερόπλουν, ἴδε Βοίκχιον Π. Οἰ. 1. 176 κἑξ.· πρβλ. ναυτικόν. | |lstext='''ἀμφοτερόπλοος''': -ον, συνηρ. -πλους, ουν, ὁ [[ἀμφοτέρωθεν]] πλευστός, γῆ [[Πολυδ]]. Θ΄. 18. 2) τὸ ἀμφοτερόπλουν (ἐνν. [[ἀργύριον]] ἢ [[δάνειον]]), ναυτοδάνειον ἐπὶ ὑποθηκεύσει τοῦ πλοίου, [[ὁπότε]] ὁ δανειστὴς διέτρεχε κίνδυνον διά τε τὴν ἄνοδον καὶ τὴν ἐπιστροφὴν ἢ κάθοδον, ἐδάνεισα Φορμίωνι κ΄ μνᾶς ἀμφοτερόπλουν εἰς τὸν Πόντον Δημ. 908. 20, κτλ.: - «Ὅταν τις ναυτικὸν δανείσῃ ἐπὶ τῷ καὶ [[ἐνθένδε]] πλεῦσαί ποι κἀκεῖθεν [[ἐνθάδε]], τοῦτο ἀμφοτερόπλουν καλεῖται» Ἁρποκρ.: - [[ὁπόταν]] δὲ διέτρεχε κίνδυνον μόνον διὰ τὴν ἄνοδον τοῦ πλοίου, ἡ [[λέξις]] ἣν μετεχειρίζοντο ἦτο ἑτερόπλουν, ἴδε Βοίκχιον Π. Οἰ. 1. 176 κἑξ.· πρβλ. ναυτικόν. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -πλους, -ουν<br /><b class="num">1</b> [[navegable por dos lados]] γῆ de un istmo, Poll.9.18.<br /><b class="num">2</b> [[de ambas navegaciones]], [[del viaje de ida y vuelta de un barco]], [[ἀργύριον]] D.34.25, [[δάνειον]] Harp., Poll.8.141, κέρδος Ael.<i>Ep</i>.18<br /><b class="num">•</b>ac. adverb. δανείζονται ... ἐπὶ τῇ νηὶ τρισχιλίας δραχμὰς ἀμφοτερόπλουν prestan sobre la nave tres mil dracmas para el viaje de ida y vuelta</i> D.56.6, cf. 34.6, 23. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, contr. ἀμφοτερό-πλους, ουν,
A navigable on both sides, γῆ Poll.9.18. 2 τὸ ἀ. (sc. ἀργύριον or δάνειον) money lent on bottomry, when the lender bore the risk of the outward and homeward voyage, ἐδάνεισα Φορμίωνι κ' μνᾶς ἀμφοτερόπλουν εἰς τὸν Πόντον D.34.6, etc.; ἀ. κέρδος Ael.Ep.18; opp. ἑτερόπλουν, q.v.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτερόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, ουν, ὁ ἀμφοτέρωθεν πλευστός, γῆ Πολυδ. Θ΄. 18. 2) τὸ ἀμφοτερόπλουν (ἐνν. ἀργύριον ἢ δάνειον), ναυτοδάνειον ἐπὶ ὑποθηκεύσει τοῦ πλοίου, ὁπότε ὁ δανειστὴς διέτρεχε κίνδυνον διά τε τὴν ἄνοδον καὶ τὴν ἐπιστροφὴν ἢ κάθοδον, ἐδάνεισα Φορμίωνι κ΄ μνᾶς ἀμφοτερόπλουν εἰς τὸν Πόντον Δημ. 908. 20, κτλ.: - «Ὅταν τις ναυτικὸν δανείσῃ ἐπὶ τῷ καὶ ἐνθένδε πλεῦσαί ποι κἀκεῖθεν ἐνθάδε, τοῦτο ἀμφοτερόπλουν καλεῖται» Ἁρποκρ.: - ὁπόταν δὲ διέτρεχε κίνδυνον μόνον διὰ τὴν ἄνοδον τοῦ πλοίου, ἡ λέξις ἣν μετεχειρίζοντο ἦτο ἑτερόπλουν, ἴδε Βοίκχιον Π. Οἰ. 1. 176 κἑξ.· πρβλ. ναυτικόν.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -πλους, -ουν
1 navegable por dos lados γῆ de un istmo, Poll.9.18.
2 de ambas navegaciones, del viaje de ida y vuelta de un barco, ἀργύριον D.34.25, δάνειον Harp., Poll.8.141, κέρδος Ael.Ep.18
•ac. adverb. δανείζονται ... ἐπὶ τῇ νηὶ τρισχιλίας δραχμὰς ἀμφοτερόπλουν prestan sobre la nave tres mil dracmas para el viaje de ida y vuelta D.56.6, cf. 34.6, 23.