ἀνανεωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(6_11) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνανεωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417. | |lstext='''ἀνανεωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[renovador]] θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.<i>AI</i> 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.<i>in Ti</i>.2.63.28. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A renewing, reviving, τινός J.AJ11.4.7.
German (Pape)
[Seite 199] verjüngend, erneuend, Ioseph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανεωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
renovador θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.AI 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.in Ti.2.63.28.