ἀνασχινδυλεύω: Difference between revisions
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(6_20) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνασχινδυλεύω''': παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἀνασκινδυλεύω, [[ἀνασκολοπίζω]], Πλάτ. Πολ. 362Α· πρβλ. Πιερσ. Μοῖριν 360, Ρουγκ. Τίμ. 32. | |lstext='''ἀνασχινδυλεύω''': παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἀνασκινδυλεύω, [[ἀνασκολοπίζω]], Πλάτ. Πολ. 362Α· πρβλ. Πιερσ. Μοῖριν 360, Ρουγκ. Τίμ. 32. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνασχινδα- Phryn.<i>PS</i> p.48<br />[[empalar]] ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται Pl.<i>R</i>.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
A = ἀνασκολοπίζω, Pl.R.362a; cf. ἀνασκινδυλεύω.
German (Pape)
[Seite 210] (att. für ἀνασκινδυλεύω), aufpfählen, kreuzigen, Plat. Rep. II, 362 a; s. B. A. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχινδυλεύω: παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἀνασκινδυλεύω, ἀνασκολοπίζω, Πλάτ. Πολ. 362Α· πρβλ. Πιερσ. Μοῖριν 360, Ρουγκ. Τίμ. 32.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀνασχινδα- Phryn.PS p.48
empalar ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται Pl.R.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl.