ἀνάρτησις: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_8)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρτησις''': -εως, ἡ, ἀνακρέμασις, «ὅτι ἡ [[ἀνάρτησις]] ποιεῖ συμπάθειαν τῶν νεύρων καὶ φλεβῶν» Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 10. - [[βασανιστήριον]], «ἀναρτήσεις τοῦ ἀθλίου» Εὐστ., «ἡ ἐπὶ ξύλου [[καθήλωσις]]» Σουΐδ.
|lstext='''ἀνάρτησις''': -εως, ἡ, ἀνακρέμασις, «ὅτι ἡ [[ἀνάρτησις]] ποιεῖ συμπάθειαν τῶν νεύρων καὶ φλεβῶν» Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 10. - [[βασανιστήριον]], «ἀναρτήσεις τοῦ ἀθλίου» Εὐστ., «ἡ ἐπὶ ξύλου [[καθήλωσις]]» Σουΐδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[suspensión]] τῶν ποδῶν Sor.149.13<br /><b class="num">•</b>[[conexión]] ref. a las piernas ἡ ἀ. ποιεῖ συμπάθειαν τῶν νεύρων καὶ φλεβῶν Thphr.<i>Lass</i>.10.<br /><b class="num">2</b> [[crucifixión]] Sud.<br /><b class="num">3</b> fig. [[dependencia]] ἀκολουθεῖ γὰρ τῇ κατὰ τὴν ὑπόστασιν ἀναρτήσει ... ἄλλο ἐπαχθῆναι νόημα sigue a la dependencia creada por la hipóstasis (figura ret. de ampliación) que sea inducida otra idea</i> Aristid.<i>Rh</i>.1.480, εἰς νοῦν ἀ. Procl.<i>Inst</i>.202.<br /><b class="num">II</b> [[suspensión]], [[corte]] χορηγίας ἄρτων Iust.<i>Nou</i>.88 tít.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρτησις Medium diacritics: ἀνάρτησις Low diacritics: ανάρτησις Capitals: ΑΝΑΡΤΗΣΙΣ
Transliteration A: anártēsis Transliteration B: anartēsis Transliteration C: anartisis Beta Code: a)na/rthsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A suspension, Thphr.Lass.10, Sor.2.85; crucifixion, Suid.: metaph., ἡ κατὰ τὴν ὑπόστασιν ἀ. Aristid.Rh.1p.480S.; ἡ εἰς νοῦν ἀ. Procl.Inst.202.    2 metaph., suspension, = withholding, χορηγίας ἄρτων Just.Nov. 88 tit.

German (Pape)

[Seite 206] ἡ, das Verbindlichmachen, Verbindlichkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτησις: -εως, ἡ, ἀνακρέμασις, «ὅτι ἡ ἀνάρτησις ποιεῖ συμπάθειαν τῶν νεύρων καὶ φλεβῶν» Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 10. - βασανιστήριον, «ἀναρτήσεις τοῦ ἀθλίου» Εὐστ., «ἡ ἐπὶ ξύλου καθήλωσις» Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1suspensión τῶν ποδῶν Sor.149.13
conexión ref. a las piernas ἡ ἀ. ποιεῖ συμπάθειαν τῶν νεύρων καὶ φλεβῶν Thphr.Lass.10.
2 crucifixión Sud.
3 fig. dependencia ἀκολουθεῖ γὰρ τῇ κατὰ τὴν ὑπόστασιν ἀναρτήσει ... ἄλλο ἐπαχθῆναι νόημα sigue a la dependencia creada por la hipóstasis (figura ret. de ampliación) que sea inducida otra idea Aristid.Rh.1.480, εἰς νοῦν ἀ. Procl.Inst.202.
II suspensión, corte χορηγίας ἄρτων Iust.Nou.88 tít.