ἀνείργω: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(Bailly1_1) |
(big3_4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=refouler (l’ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[εἵργω]]. | |btext=refouler (l’ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[εἵργω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [impf. ἀνέεργε <i>Il</i>.3.77]<br /><b class="num">1</b> [[hacer retroceder]], [[contener]], [[detener]] Τρώων ... φάλαγγας <i>Il</i>.l.c., μάχην <i>Il</i>.17.752, τοὺς στρατιώτας X.<i>HG</i> 7.1.31, a los perros, X.<i>Cyn</i>.3.7, ἡ σελήνη ... ἀνείργει τὰς ... αὐγάς (los rayos enviados por el sol a la tierra), Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.19<br /><b class="num">•</b>[[alejar]] a los malvados, D.25.48, τὸ πλῆθος Sch.A.<i>Eu</i>.566<br /><b class="num">•</b>aor. med.-pas. [[alejarse]], [[ser alejado]] οὐ μέντοι καὶ ἀνείρχθη διὰ τοῦτο ὁ δῆμος D.C.72.13.5, εἰ μὴ ... ἀνειρχθῶσι ἀπὸ τοῦ νομοῦ <i>BGU</i> 1762.9.<br /><b class="num">2</b> fig. [[contener]] τὸν θυμόν Pl.<i>Lg</i>.731d<br /><b class="num">•</b>[[poner freno]] τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.<i>Isoc</i>.8<br /><b class="num">•</b>[[alejar]] ἑαυτοὺς ... τῆς ... ἀδικίας Plu.2.730b, τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.<i>Abst</i>.1.7.<br /><b class="num">3</b> c. μή [[impedir]] μὴ πρόσω διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.<i>DDeor</i>.20.5, pero ὅπως τοὺς ἐς τὴν πόλιν ἀποχωρήσοντας πολεμίους ἀνείργοιεν para que impidiesen (sc. retirarse a la ciudad) a los enemigos que iban a retirarse a la ciudad</i> Polyaen.1.40.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
A keep back, restrain, used by Hom. always in Ep. impf., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Il.3.77; μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω 17.752; so ἀ. τὸν θυμόν Pl.Lg.731d; τοὺς στρατιώτας X.HG7.1.31; ταῖς τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.Is.8; τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.Abst.1.7: c. acc. et inf., ἀ. μὴ διασκίσνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.D Deor.20.5:—f.l. in X.Cyr.5.4.45 (leg. ἀνειρμένοις). II force back, D.H.3.32.
German (Pape)
[Seite 220] ep. u. ion. ἀνέργω, zurückdrängen, abwehren, Hom., ἀνέεργον φάλαγγας, μάχην, Il. 3, 77. 7. 55. 17, 752; τοὺς ὁρμῶντας Din. 2, 23; τὸν θυμὸν πραΰνειν Plat. Legg. V, 731 d; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείργω: ἀναστέλλω, ἀναχαιτίζω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. παρατ., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Ἰλ. Γ. 77· μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω. Ρ. 752· οὕτως, ἀν. τὸν θυμὸν Πλάτ. Νόμ. 731D· τοὺς στρατιώτας Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31: μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀν. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 5: ― παρὰ Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45, ἀνειργμένοις... τοῖς σκευοφόροις φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχοντες τὰ σκευοφόρα ἐν μακρᾷ καὶ λεπτῇ γραμμή, - ἐκτὸς ἂν ἀναγνωσθῇ ἀνειρμένοις.
French (Bailly abrégé)
refouler (l’ennemi).
Étymologie: ἀνά, εἵργω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἀνέεργε Il.3.77]
1 hacer retroceder, contener, detener Τρώων ... φάλαγγας Il.l.c., μάχην Il.17.752, τοὺς στρατιώτας X.HG 7.1.31, a los perros, X.Cyn.3.7, ἡ σελήνη ... ἀνείργει τὰς ... αὐγάς (los rayos enviados por el sol a la tierra), Ach.Tat.Intr.Arat.19
•alejar a los malvados, D.25.48, τὸ πλῆθος Sch.A.Eu.566
•aor. med.-pas. alejarse, ser alejado οὐ μέντοι καὶ ἀνείρχθη διὰ τοῦτο ὁ δῆμος D.C.72.13.5, εἰ μὴ ... ἀνειρχθῶσι ἀπὸ τοῦ νομοῦ BGU 1762.9.
2 fig. contener τὸν θυμόν Pl.Lg.731d
•poner freno τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.Isoc.8
•alejar ἑαυτοὺς ... τῆς ... ἀδικίας Plu.2.730b, τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.Abst.1.7.
3 c. μή impedir μὴ πρόσω διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.DDeor.20.5, pero ὅπως τοὺς ἐς τὴν πόλιν ἀποχωρήσοντας πολεμίους ἀνείργοιεν para que impidiesen (sc. retirarse a la ciudad) a los enemigos que iban a retirarse a la ciudad Polyaen.1.40.9.