ἀνεπικάλυπτος: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπικάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπικεκαλυμμένος, Τζέτζ.: - Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 2. 21. | |lstext='''ἀνεπικάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπικεκαλυμμένος, Τζέτζ.: - Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 2. 21. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[abierto]] στόμα φρέατος ... ἀνεπικάλυπτον <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.64.21.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[abiertamente]], [[sin tapujos]] τὸ μὴ κωμῳδεῖν ἀ. τοὺς ἄρχοντας <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.386.9. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 224] unverhüllt, offen, Sp.; s. ἀνεπικώλυτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπικάλυπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπικεκαλυμμένος, Τζέτζ.: - Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 2. 21.
Spanish (DGE)
-ον
1 abierto στόμα φρέατος ... ἀνεπικάλυπτον Tz.Comm.Ar.1.64.21.
2 adv. -ως abiertamente, sin tapujos τὸ μὴ κωμῳδεῖν ἀ. τοὺς ἄρχοντας Tz.Comm.Ar.2.386.9.